Ὑπάρχει κάποιο σπίτι στὴ Νέα Ὀρλεάνη.
Τὸ φωνάζουν ὁ Ἥλιος π᾿ ἀνατέλλει.
Κειπέρα τόσα καὶ τόσ’ ἀγόρια ναυαγήσαν –
Θέ μου, ἕνα εἰμ᾿ ἀπὸ κεῖνα…
Ἡ μάνα μου ἦταν ράφτρα,
μπάλωνε τὸ καινούργιο μου μπλουτζήν·
ὁ πατέρας μου, χαρτόμουτρο –
κάτω στὴ Νέα Ὀρλεάνη.
Ὁ χαρτοπαίχτης ἔχει ἀνάγκη
μιὰ βαλίτσα μόνο κ᾿ ἕναν ἄσο στὸ μανίκι…
κ᾿ αἰσθάνεται εὐτυχισμένος
μόνο σὰ μεθάῃ καὶ νικάῃ.
Μάνα, ὁρμήνεψε τὰ παιδιά σου
μὴ καὶ κάνουνε τὰ δικά μου:
νὰ χάσουνε τὴ ζωή τους ἄθλια ἁμαρτάνοντας
στὸ σπίτι τοῦ Ἥλιου π᾿ ἀνατέλλει!..
Τώρα, μὲ τόνα πόδι στὴν πλατφόρμα
τ’ ἄλλο στὸ τραῖνο πάνω,
γυρνάω στὴ Νέα Ὀρλεάνη
νὰ μ’ ἁλυσοδέσουν.
Ἕνα σπίτι βρίσκεται στὴ Νέα Ὀρλεάνη.
Τὸ φωνάζουν ὁ Ἥλιος π᾿ ἀνατέλλει.
Κειπέρα τόσα καὶ τόσ' ἀγόρια ναυαγήσαν –
Θέ μου, ἕνα εἰμ᾿ ἀπὸ κεῖνα…