Θὰ κοπιάσουμε, θὰ ματώσουμε,
θὰ κλείσουμε, θὰ σφραγίσουμε τ’ ἀφτιὰ
τὰ λόγια νὰ μήν ἀκοῦμε τῆς καταστροφῆς.
Ὅλα θὰ τὰ κάνουμε μὲ τόση θέρμη,
ὥστε τό «θά» ἀποκατεστημένο πιὰ
θὰ δηλώνῃ καὶ δέ θὰ κοροϊδεύῃ.
Αὐτά θὰ λέμε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου
γαλήνια πιστεύοντάς τα κιόλας…
(Θέλει καὶ λίγη ἀφέλεια προσποιητή,
γιὰ ν’ ἀποκοιμίζωνται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα,
ὅταν παραπονοῦνται στὴ σκληρὴ ἐργασία.)
Ὅλα, λοιπόν, θὰ τὰ ἐπιχειρήσουμε.
Γιατὶ εἴτε πίσω ἐδῶ ξωμείναμε
εἴτε μαρτυρικά ἐννοήσαμε πὼς
δεμένη ἡ μοῖρα μας βυθίζεται
ὡς νέα ἄγκυρα στὸν παληὸ βυθό.
Μὰ τὴν ὥρα τοῦ ἐφελκυσμοῦ,
σὰ θἄχουμε κ’ ἐμεῖς σκουριάσει,
εὐχή μᾶς δίνω καὶ κατάρα
πρῶτο στὸ νοῦ μας νἄχουμε
πὼς ὅ,τι ἄξιο κι ἂν στήσαμε,
τοῦ Κόσμου τὸ πρόβλημα
ποτέ μας δὲν τὸ λύσαμε·
κληρονομιά τὸ ἀφήσαμε
στὸ νέο καὶ γενναῖο
γιὰ νἄχῃ νὰ ὀνειρεύεται
καὶ νἄχῃ γιὰ νὰ φτειάχνῃ.