Λέν πὼς ὁ ἔρωτας εἶναι μυστήριο πρᾶμα: Δυὸ ἄνθρωποι συναντῶνται, χωρίζουν καὶ τίποτα δὲ μένει ἀπ’ τὸν κοινό τους βίο· τρέχουνε μετὰ ν’ ἀποκαταστήσουν τόν, δῆθεν, χαμένον ἑαυτό τους… Καλά τὰ λέν! Γιατὶ αὐτό παθαίνουνε, συνήθως: Ὅ,τι ἔζησαν, πέρασε πάνω τους σὰν ὑδρατμός, καὶ συνεχίζουν τὴν ἀδρανειακή τους κίνηση μές στὸ κ ε ν ό. Μά, ἂν ὁ παρατηρητικὸς κ’ εὐαίσθητος μπορῇ νὰ μάθῃ ἀπό ‘να βλέμμα, ἕνα νεῦμα καὶ μιὰ λέξη, πῶς δέ θὰ διδαχθῇ ἀπὸ τὸν ἔρωτα πούναι χίλια τόσα κι ἄ λ λ α τόσα!.. Κι ἂν δέν τὸ πράξῃ ἀμέσως, ἀργότερα, σὰ θάχῃ κοπάσει ἡ καταιγίδα, δέ θὰ σκεφτῇ -δέ θὰ νοιώσῃ;.. Ἐφόσον ἡ ζωὴ δέν κόβεται σὲ φέτες, ἡ ἔλλειψη συνείδησης, ποὺ μᾶς βασανίζει στὰ ὑπόλοιπα, ἐξίσου μᾶς παραλύει κ’ ἐδῶ.