Ὅλο κ’ αἰσθάνομαι,
ἀρίφνητα κακὰ
νὰ μᾶς χτυπᾶνε.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ στοχαστικὴ
ζυγιάζω τί θὰ μ’ εὕρῃ –
πείθομαι πὼς τ’ ἀντέχω…
Μὰ σὰ σὲ ψάχνω
τὸ χέρι μου ἁπλώνοντας
ν’ ἀγγίξω τὸ δικό σου,
ἐκεῖνο εἰν’ μακριά,
πολύ μακριά..-
ἄσκοπα τὸ ζητάω.
Αὐτό…
πῶς νὰ τ’ ἀντέξω;