Πολλά τὰ θαύματα
ποὺ ἀντικρύζει ὁ ἄνθρωπος
μὰ τ ί π ο τ α μπρὸς στὶς ὀσμές τους!..
Τὸ χῶμα τῆς γῆς,
τὰ μαραμένα φύλλα,
ὁ νοτισμένος ὁ κορμός,
οἱ θάμνοι, τὰ λουλούδια.
Πόσα καὶ πόσα ὁ ἄνθρωπος
δὲ βλέπει μὲ τὰ μάτια;..
Φάσματα, ὅμως, ὅλα τους,
ἂν δέ μυρίζουνε –
δὲ σέρνουν σὲ χορό
τὰ τρυφερὰ ρουθούνια…
Ὁ ὄμορφος βοσκός,
πῶς θὰ διάλεγε
σὲ ποιά νὰ δώσῃ
τὸ μῆλο τὸ χρυσό,
ἂν δέ μοσχοβολοῦσε
Ἔ ρ ω τ α
τ’ ὄμορφο σπαρτιατικὸ κορμὶ
ποὺ κατεβήκανε γιὰ χάρη του
τόσοι πολλοὶ στὸν Ἅδη;..
Περσότερο ἀπὸ τ υ φ λ ὸ ς
ὅποιος δὲν πιάνει τὶς ὀσμές,
δὲν ξέρει νὰ διαβάζῃ
τῶν μυρωδιῶν τὶς λέξεις…
Παγιδευμένος στὶς μορφές..-
πῶς νάβρῃ τὸ εἴδωλο,
ν’ ἀντιληφθῇ τὸ ψέμα;..
Δίχως ὀσμὴ τὰ πράγματα,
σκιὲς ὀνείρων…
[Ἀπὸ Τὸ ἄρωμα τοῦ Ἔρωτα]