Σήκωσα τείχη κ’ ἔκλεισα τὸν ἐχθρὸ
νὰ παλεύῃ στ’ ἀπέραντο τοπίο.
Ἀνέβηκα στὰ τείχη κ’ εἶδα
νὰ ὁρμάῃ ἀγριώτερα ἀπὸ πρίν.
Κατέβηκα καὶ τὸν ἀντάμωσα μὲ δῶρα
νάρθῃ μαζί μου – νὰ βλέπῃ ἀποψηλά.
Τώρα, κ’ οἱ δυό παρέα, ἀγναντεύουμε
τὴν ὁμορφιὰ τῆς πεδιάδας
κι ὅταν ἐκείνη πλημυρίζῃ…