Ἔρχεται κάθε νύχτα
νὰ ζυγιάσῃ ὁ Ἄνουβις,
ὁ ἀρχαῖος ψυχοπομπός,
συνετὰ τὴν καρδιά.
Τὴν ἀπιθώνει βαρειά
κ’ ἐλπίδας πούπουλο
ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀκουμπᾷ
νὰ γύρῃ ἡ ζυγαριά.
Ἔπειτ’ ἁρπάζει
τὸ νοῦ βιαστικά
ἡ ματιὰ νὰ θολώσῃ,
νὰ προβάλῃ ὁ Ὕπνος,
ὥσπου ἡ ὥρα ναρθῇ
γιὰ τ’ ἀβέβαιο τ’ ὄνειρο
τῆς καινούργιας αὐγῆς…