Ἦταν ἕνα σπιτικὸ ὅπου ζοῦσε μιὰ οἰκογένεια μὲ παιδιὰ καὶ γέρους. Ὅλοι τους εἶχαν τὸ κακό συνήθειο νάν’ ἀκατάστατοι κι ἀπρόσεκτοι μὲ τὴν ὑγιεινὴ τοῦ χώρου: σκόνη στὰ ἔπιπλα, γεμᾶτοι σκουπιδοτενεκέδες, ψίχουλα στὸ πάτωμα, κάλτσες πεταμένες πάνω σὲ φωτιστικά… Ἐπίσης, μιὰ ἀσυνεννοησία διαρκὴς ἐπικρατοῦσε στὶς μεταξύ τους σχέσεις: ἡ μάνα κι ὁ πατέρας δέν ἤξεραν πῶς νὰ νουθετήσουν τὰ παιδιά· ὁ σύζυγος δέν κατάφερνε νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὴ γυναῖκα του· ἡ γυναῖκα ἀδυνατοῦσε νὰ ἐννοήσῃ τὸν ἄντρα· τ’ ἀδέρφια τσακώνονταν γιὰ τὸ παραμικρό· ὁ παπποῦς κ’ ἡ γιαγιὰ ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν πὼς ὑπάρχει ζωὴ κ’ ὕστερ’ ἀπ’ αὐτούς..- κοντολογίς, ἕνα πνεῦμα χ α ο τ ι κ ὸ ἐπεφέρετο τῆς οἰκίας…
Μιὰν ἀποφράδα ἡμέρα γιὰ τὴν οίκογένεια, λόγῳ χρεῶν συσσωρευμένων ἀπό ΄να τραπεζικὸ δάνειο (ἀνάμεσα στ’ ἄλλα ἡ οἰκονομικὴ κακοδιαχείριση δέσποζε), τὸ σπίτι πέρασε στὴν ἰδιοκτησία ἑνὸς ξενόφερτου. Ἀμέσως μπῆκε τάξη! Τὰ πατώματα πιὰ ἔλαμπαν, τὰ φωτιστικὰ λειτουργοῦσαν κατὰ τὶς ἐργοστασιακὲς προδιαγραφές, ἡ εὐταξία στὰ ὡράρια ἐντὸς τοῦ διαμερίσματος ἐπεβλήθη μὲ συνοπτικές διαδικασίες… Νέττα-σκέττα: Ἐπιτέλους, τὸ σπίτι ἔγινε αὐτὸ ποὺ θάπρεπε κατὰ τὴν κοινὴ λογικὴ νάναι!..
Μονάχα κάποιες μικρές λεπτομέρειες θύμιζαν τὴν παλιὰ κατάσταση: ἡ ἀπουσία τῶν παιδικῶν κραυγῶν χαρᾶς, σὰν ἔπαιζαν τ’ ἀδέρφια καὶ δέ μάλωναν· τὰ φιλιὰ τῶν δύο συζύγων, ὅταν δέν καβγάδιζαν, ποὺ τώρα πιὰ ἔλειπαν ἀπ’ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ συζυγικοῦ δωματίου· οἱ σοφὲς κουβέντες τῶν γέρων, ὅταν, παρὰ τὴν ἀρτηριοσκλήρωσή τους, κατέθεταν τὴν πολύτιμη ἐμπειρία τους, ποὺ πιὰ δέν ἀκούγονταν…
Τὸ σπίτι εἶχε ἀποκτήσει πράγματι μία τελεσίδικη ἠρεμία, καθαριότητα καί, πρὸ πάντων, τάξη…