Τὸ 2000, σ’ ἡλικία 18 χρονῶν, βρέθηκα στὴ Σχολὴ Ἐφαρμοσμένων Μαθηματικῶν καὶ Φυσικῶν Ἐπιστημῶν τοῦ Πολυτεχνείου. Τὰ πάθη εἴχανε ξεθυμάνει σὰν τὸ ἀνοιχτὸ μπουκάλι ἀνθρακούχου ἀφεψήματος. Ἂν ἄκουγες καμμιὰ κραυγή (κι ἄκουγες πολλές, εἶν’ ἡ ἀλήθεια), ἦταν ἀπὸ τὸ «μετατραυματικὸ σόκ» μιᾶς οὐτοπίας ποὺ δέν ἦρθε· μὰ γνωρίζανε καλά ὅσοι «ταρακουνιόντουσαν» ἀπ’ τοὺς «μελαγχολικοὺς σπασμοὺς» πὼς ἔτσι ὅπως τὴν ὁραματίστηκαν καὶ τήνε κυνηγήσανε, πότε της δὲ θἀρχόταν.
Μέσα καὶ τρόποι ὑπῆρχαν γιὰ γνώση σοβαρή: Ἡ νεόδμητη βιβλιοθήκη τοῦ Ἱδρύματος ἔστεκε πλήρης τόμων φιλοσοφικῶν, ἐπιστημονικῶν, ἐνημερωτικῶν καὶ λογοτεχνικῶν. Ὅποιος ἤθελε νὰ μάθῃ, μάθαινε. Ἀρκεῖ νὰ κατέβαζε τὰ ράφια, νὰ ἐρευνοῦσε καὶ νὰ μήν αἰσθανόταν αὐτὴ τὴ ζοφερὴ καὶ λοβοτομοῦσα «ἐπάρκεια» τῶν ψωροσημείωσεων. Οἱ καθηγητὲς εἶχαν χάσει τὸ παληὸ κῦρος, ἀλλὰ οἱ σημειώσεις τους συνεχίζαν νἄχουν βιβλικὲς διαστάσεις στὸ στενὸ νοῦ τῶν περισσότερων συμφοιτητῶν μου. Μοῦ ‘χε γίνει ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡλίου φαεινότερον πὼς τούτ’ ἡ κατάσταση ἀντανακλοῦσε μιὰν ἄλλη βαθύτερη ἡ ὁποία θὰ ἔπιπτε σύντομα κ’ ἐκκωφαντικά. Τὸ σύντομο φάνηκε ὅτ’ ἦταν λιγώτερο ἀπὸ μιὰ δεκαετία.
Ὅταν ἔπαιρνα τὸ δίπλωμα τὸ 2005, εἶχε ἐμπεδωθῆ ἐντός μου ἡ συνείδηση τοῦ σαρακοφαγωμένου σκηνικοῦ: Τὸ Πολυτεχνεῖο ἀνῆκε σέ «νεκροὺς ἀγωνιστές» (δηλαδὴ κομματικὰ σκυλεμένους, συνεπῶς μεταβατικὰ στοὺς κήνσορες τῶν παρατάξεων), σὲ ζωντανοὺς «ἀγωνιστὲς» καὶ παρατρεχάμενους, ἀλλὰ σ’ ἕναν ἀπόφοιτό του ποὺ δέν καθυστέρησε, ποὺ ἐπέτυχε στὴν κτήση τῆς ἀναγκαίας γνώσης καὶ τῆς σύστοιχης νοοτροπίας μάθησης καὶ πνευματικῆς βασάνου, δέν ἀνῆκε. Βεβαίως, ὁ τελευταῖος γνώριζε ἐξ ἀρχῆς πὼς κι ὁ ἴδιος περαστικὸς ἦταν ἀποκεῖ…
Τούτη ἡ σύλληψη τῆς κατάστασης ἐπιβεβαιώθηκε τραγελαφικὰ ἕξι χρόνια ἀργότερα, ἐν μέσῳ κρίσης, σὰν ξαναβρέθηκα στὴν Πρυτανεία γιὰ κάτι ἔγγραφα: Βλέπω κάτω δυὸ συμφοιτητὲς ἀπὸ τὰ περασμένα νὰ χαριεντίζωνται μὲ τὸ διδακτικὸ προσωπικό. Λέω μέσα μου: «Κοίτα νὰ δῇς ποὺ αὐτὰ τ’ ἀπολοιφάδια ξεκινήσανε μεταπτυχιακά, ἢ διδακτορικά. Ἄλλωστε τὸ κομματικὸ δόντι βοηθάει τοὺς πάντες ἐδωμέσα -ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων…» Πάω κοντά: «Τί γίνεται, παῖδες; Προχωρᾶτε;» Ἡ ἀπάντηση: «Ἔ, τώρα δίνουμε κάτι μαθηματάκια» (πάντα μαθηματάκια ἔστεκαν στὸ νοῦ τους τὰ γνωστικὰ πεδία ἑκατονταετιῶν) «καὶ θὰ τὸ πάρουμε τὸ τιμημένο!» «Νὰ τὸ πάρετε,.. νὰ τὸ πάρετε… Γιατί νὰ μήν τὸ πάρετε…» Ἄλλωστε, ἄλλους θὰ τυφλώσουν -ἐκεῖνοι μάτια ποτέ τους δὲν εἶχαν.
Ἐννόησα,.. ἐννόησα: Ἡ τυχαία μεταβλητὴ x — ὁ τυχάρπαστος νέος δίχως κατεύθυνση, δίχως νεῦρο μέσα του, μὰ κατηχούμενος καὶ στρατολογημένος — ἐν τέλει ἀποτελεῖ τὸ οἰκοδομικὸ ὑλικὸ κάθε «Ἱδρύματος». Ἂν κάνῃς νὰ τὸν τραβήξῃς κιόλας ἀπ’ τὸ ντουβάρι ποὺ τὸν ἔχουν μέσα χτίσει, θὰ πέσῃ νὰ σὲ πλακώσῃ ὁ τοῖχος. Θέλει σοφία ἡ ἀνακαίνιση, γερό κράνος καὶ γνώση τῆς ρίζας τοῦ κακοῦ, δηλαδὴ σύσσωμης τῆς κοινωνικῆς λειτουργίας. Καθότι, ὄντως, οἱ λογῆς-λογῆς θεσμοὶ καταντᾶνε, παρὰ τὴν ὅποιαν ἀγαθὴ ἐπιθυμία καὶ λόγῳ πνευματικῆς ἀδράνειας, τὰ στηρίγματα τῆς κοινωνίας, τῆς διαιώνισης καὶ τῆς ἀπαξίας της σ’ ὅλο της τὸ εὖρος.