Γυάλινα πρόσωπα κι ἄδεια τους μέσα χωρὶς νὰ διακρίνω
αἷμα στὶς φλέβες, ζωή, νεῦρα καὶ νοῦ γνωστικό.
Ἔρχονται-κάθονται κάτι νὰ κλέψουν, νὰ ὑπάρξουνε κάπως.
Κάνουν καὶ λένε πολλά κι ὅλο ζωή προσδοκοῦν:
Γέλια, γλυκόλογα ποὺ εὔκολα βγάζει-ξερνάει τὸ στόμα·
δάκρυα, πόνος πικρός, ὅταν ἐγὼ σιωπῶ.
Εἶναι μεγάλο τὸ βάσανο -δόρυ αἰχμηρό στὴν καρδιά τους·
ὅμως αὐτοί τὴν πληγή, μόνοι τους ἄνοιξαν κεῖ.
Τί πρὸς ἐσέ; αὐστηρὰ καὶ σκληρὰ τὴν καρδιά μου ρωτάω.
Νοιώθεις τὸν πόνον ἐσύ, ὅμως τὸ βάρος αὐτῶν.