Μάθανε τὰ βάθη τῶν ἀνθρωπίνων.
Εἴδανε κι ὅλα τὰ ὕψη τους.
Κ᾿ εἴπανε ὕστερα, σά «σκέφτηκαν»,
τὸν συνάνθρωπο: ἀπάνθρωπο,
γιατὶ ποῦ νὰ τὸν αἰσθανθοῦνε
ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι τῇ καρδίᾳ·
τὸν ἀπάνθρωπο τὸν εἴπανε θεό,
γιατὶ πῶς νὰ τὸν ἐννοήσουν
ἐκεῖνοι οἱ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ.
Καὶ προσκυνῆσαν καὶ ματῶσαν
πάνω στὰ μαῦρα, κοφτερὰ χαλίκια
τῆς πίστης τῆς ξεστρατημένης.
Κλάψανε, θρηνῆσαν -βγάλανε κραυγές!
Ψάξαν ἀπὸ τὰ δάκρυα τυφλωμένοι,
ὅπως βαδίζανε τὸν ἕνα δρόμο
ποὺ μιά φορὰ καθεὶς βαδίζει,
νὰ βροῦνε, λιγάκι νὰ σταθοῦνε
πάνω σ᾿ ὦμον ἄλλον ἐλαφρὺ
κάποιου διπλανοῦ στὴν ἐρημιὰ
συνάνθρωπου ἀπάνθρωπου,
συνοδοιπόρου καὶ θεοῦ.