Στέκονται στὴ μιά μεριὰ καὶ γεύονται καταστροφή·
φεύγουν μ’ ἀπόφαση «ψυχῆς» καὶ πᾶν μεμιᾶς ἀπέναντι…
Ἐκεῖ ξανά φωνάζουν-κλαῖν γιὰ τή «συντέλεια» καὶ τὸ κακὸ
τὸ μέγιστο ποὺ πάθανε –τὸ βιὸς ποὺ πάει καὶ χάθηκε…
Κι ἂν τοὺς ρωτήσῃ ἑνας περαστικὸς στὸ δρόμο
τί ἀντίκρυσαν στὴ μέση, τίποτα δὲ θυμοῦνται·
βλέπεις, στὸ νοῦ τους εἶχαν πάντα τ’ «ἄκρα»
κ’ ἔνοιωθε ἡ σκέψη τους μονάχα τὶς γραμμὲς
ποὺ ἄλλοι χάραξαν γιὰ ὄφελος δικός τους.