Ἂν δέν ὑπῆρχε Χρόνος,
τί ἐλπίδα θέν’ ἀπόμενε
τί μνήμη θένα βάραινε,
τί σκέψη θὰ κινιόταν;
Ἂν δέν ὑπῆρχε Χρόνος,
πῶς θενα ξεχωρίζαμε
τὸ βρέφος ἀπ’ τὸν γέρο,
τὸ μαθητὴ ἀπ’ τὸ δάσκαλο;
Ἂν δέν ὑπῆρχε Χρόνος,
ποιό βάσανο θἀρχότανε
τὴ νύχτα νὰ ταράξῃ;..
(Ποιά νύχτα καὶ ποιά μέρα;!)
Ἂν δέν ὑπῆρχε Χρόνος,
ὁ ἔρωτας θενἄπαυε·
ἡ ἕλξη κ’ ἡ ἀπώθηση
δὲ θἆχαν πιὰ ἀξία…
Ἂν δέν ὑπῆρχε Χρόνος,
τ’ ἀνθρώπινα θὰ φθίνανε,
τὰ ἔναστρα θὰ γράφανε
ἀκίνητα τὴν τροχιά τους.
Ἂν δέν ὑπῆρχε Χρόνος,
μιά τους, ὅλες οἱ στιγμές·
καὶ κάθεμιά τους, ὅλες·
αὐτοστιγμεί θὰ μέτραγα
τὴν ἄστικτη παρουσία.
Μὰ κι ἂν ὑπάρχῃ Χρόνος,
ἔνοιωσα κ’ ἐννόησα
καλά τὴ δύναμή του·
ἀφέθηκα καὶ κύλισα
στὴν ἄστατη ροή του.
Χρόνε — ὑπάρχεις-δέν ὑπάρχεις –,
μ’ ὥρισες -μὲ σημάδεψες.
Χρόνε, σὲ χάνω καὶ σὲ βρίσκω·
ἄμμος μές στὴν κλεψύδρα μου,
γλιστρᾶς ἀπ’ τὶς παλάμες!
Χρόνε..- ἢ νὰ σὲ πῶ: Ζωή;