Πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια παρὰ κάτι μῆνες ἔγινε ἡ πρεμιέρα τοῦ Σινιόρε Μακιαβέλλι,.. γελάστε!.. Ἔχοντας ὑπηρετήσει ὡς στρατιώτης τὸ 2010 ἴσαμε τὴν ἄνοιξη τοῦ 2011 στὴ Χίο, ἐπιστρέφοντας στὸ κλεινὸν ἄστυ ἤμουν ἐντέλως ἔξω ἀπ’ τὰ νερά μου! Συνάντησα μιὰν ἄλλη Ἀθήνα, καθημαγμένη ἀπ’ τὸ πρῶτο κῦμα τῆς κρίσης καὶ τῶν ἄγριων τότε γεγονότων. Παράλληλα, ἔπρεπε νὰ στηθῇ ἕνα καινούργιο σπιτικό, ν’ ἀναληφθοῦν εὐθύνες καὶ νὰ γίνῃ προσπάθεια γιὰ πράμματα πού, ἐντέλει, ἀποδείχτηκαν πολύ δύσκολα —ἀκατόρθωτα!—, ὅμως ἐξόχως ἀποδοτικὰ ὡς ἐμπειρίες ζωῆς – ὡς δυνάμεις σχηματοποίησης κι ἀνάπτυξης.
Τότε, ὡς καταστάλαγμα σκέψεων καὶ στάσης προέκυψε ἡ θεατρικὴ μεταγραφὴ τοῦ μακιαβελλικοῦ Ἡγεμόνα. Δέν περιαυτολογῶ – ὁμολογῶ πὼς ὅ,τι εἰπώθηκε κεῖ δὲ θὰ τὸ ἄλλαζα στὸ ἐλάχιστο ἀκόμα καὶ τώρα!: Ἡ θέση, ἡ ἐννόηση τῶν πολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν συσχετισμῶν, ἡ ἄ ν ω θ ε ν κάτοψη τοῦ φαινομένου π’ ὀνομάζεται λαός. Ὁ δάσκαλός μου, μὲ τὸν ὁποῖο τσακώθηκα ἄγρια γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σκηνικὴ πραγμάτωση τοῦ ἔργου (κ’ ἦρθε ὅμως στὴν παράσταση καὶ στήριξε ἐμπράκτως), ἀναρωτήθηκε γεμάτος ἀπόγνωση: «Μὰ δέν ἀφήνεις τίποτα – οὔτε μιὰν ἀχτίδα ἐλπίδας! Τίποτα!» Καὶ τοῦ ΄χα ἀπαντήσει: «Ἂν ἐσὺ ζυγιάζοντας τὰ τεκταινόμενα καὶ τὴν ποιότητα ποὺ χαρακτηρίζει αὐτὸν τὸν τόπο, αἰσθάνεσαι κάποια βάσιμη ἐλπίδα, πές τη μου κ’ ἐμένα!» Ἀνταπάντησε ἀκολουθῶντας τήν «πίστη» του στὸν πολιτικὸ σχηματισμὸ ποὺ ἔμελλε τὸ 2015 νὰ κυβερνήσῃ καὶ νὰ ξεμασκαρευτῇ παρέα μὲ τοὺς ὑπολοίπους… Γέλασα καὶ συνεχίζω νὰ γελάω, ὅταν δέ μὲ καταλάμβανῃ μιὰ βαθιὰ συμπόνια γιὰ τὴ μοῖρα αὐτοῦ τοῦ τόπου – τὸν ἀγαπάω κ’ ὁπότε μοῦ ΄ν’ ἀδύνατον νὰ τὸν βδέλυσσωμαι· τὸν χρειάζομαι, γιατὶ ἐκ τῶν σπλάχνων του δημιουργῶ κ’ ὑπάρχω – τέρας κ’ ἐγὼ πλάι στ’ ἄλλα τέρατα.
Οἱ λοιποὶ προσέγγισαν τὸ πόνημα τοῦ Σινιόρε Μακιαβέλλι,.. γελάστε! ἐξίσου ἀρνητικά, δίχως ὅμως τὴ μεγαλοθυμία κι ἀγάπη τοῦ δασκάλου μου. Αὐτὸ δέν εἶναι θέατρο!, ἡ μόνιμη ἐπῳδός. Καὶ ποῦ τ’ ἀναμασούσανε κιόλας αὐτά;: Στὸν ἴδιο πού, πρὸ ὀλίγου, ἀνέβαζαν παλιομοδίτη καὶ κατέβαζαν ἀρτηριοσκληρωμένο τυφλοπόντικα τῶν Ἀρχαῖων. «Τὸ ἔργο σου εἶναι φιλοσοφικὸ δοκίμιο – μὰ ὄχι θέατρο τελοσπάντων. Δέν ἔχει πλοκή!» Λές κ’ ἡ πλοκὴ εἶναι μοναχὰ μιὰ ἀλληλοδιαπλοκὴ συμβάντων ἔξω ἀπ’ τὴν ψυχή – μόνον «ἀντικειμενικῶν» συμβάντων. Κ’ ἔμενα ἐνεός: «Ἀφοῦ ἕνα πνεῦμα σὰν τὸν Μακιαβέλλι ἔχει ὁρίσει τὴν πορεία ἑνὸς ὁλάκερου πολιτισμοῦ, πῶς γίνεται νὰ μήν ἔχει ἐσωτερικὴ πορεία διαπεπλεγμένη; Πῶς γίνεται ἡ ψυχική του ἀνάπτυξη ἐπὶ σκηνῆς νὰ μήν ἔχῃ δράση;» Εἴχα σκοντάψει στὸ βασικὸ ἐρώτημα τοῦ θεατρικοῦ εἴδους π’ ὡρισμένοι ὀνομάζουν ἰδεόδραμα.
Μιὰ παρουσία, ὅμως, πλάι μου, φωτεινὴ μές στὴν ἀπέραντη βαθύτητα τῆς ψυχῆς της, ἐπέμενε: «Προχώρα! Δουλειά τώρα! Κι ὄχι μόνο Θέατρο! Ὅλα μαζί! Ὅλα παρέα!» Αὐτὴ ἡ ὕπαρξη μοῦ ΄δωσε τὴν ἰδέα τῆς ἐπωνυμίας ΕΠΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ (=«Ἐμπρός! Ἐργασία!») γιὰ τὸ νεοσύστατο θεατρικὸ σχῆμα πού, ἔκτοτε, ἔχει δεθῆ κ’ ἐκείνη ἀναπόσπαστα μαζί του – δίχως αὐτὴν δὲν ὑπάρχει αὐτόχρημα. Τότε κατάλαβα γιὰ πρώτη φορὰ τὴν εὐθύνη πρὸς ἑαυτόν -τὴν ὑποχρεωτικὴ ἔκφραση, ἐφόσον ἡ δημιουργία ἀναδύεται αὐθορμήτως ὡς ψυχικὴ τάση.
[Εὐχὲς στὸν πίνακα τοῦ ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ ἀπ’ τὴν παράσταση Σινιόρε Μακιαβέλλι,.. γελάστε!]
Πρὶν ἀπὸ κάμποσες μέρες τὴν ὥρα τῆς περισυλλογῆς, στὸ κρεββάτι μου, ἀπόρησα μὲ τὸν ἑαυτό μου: «Ἐδῶ ὁ κόσμος χάνεται κ’ ἐσὺ γράφεις καὶ συμμετέχεις σΤὸ ἄρωμα τοῦ Ἔρωτα; Χά!» Μὰ γρήγορα λειτούργησαν τ’ ἀντακλαστικὰ τῆς ἐπιβίωσης: «Σοβαρέψου! Ποιός κόσμος χάνεται; Ποιοί τὸν χάνουν καὶ γιατί; Κ’ ἐκεῖνοι ποὺ τόσο ‘ἐμβρόντητοι’ παρακολουθοῦν τὴν ἀπώλεια, τί σχέση ἔχουν μὲ τὸ δικό σου τώρα; Τί κατανοοῦν ἀπ’ τὸ τώρα τῶν πάντων; Ἐπιτελους, ἑαυτέ, ζῇς τὸ π α ρ ὸ ν γιὰ ν’ ἀνθίσῃ ἀκμαῖο τὸ μ έ λ λ ο ν! Τὰ ὑπόλοιπα, ἀδιέξοδα!» Γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ συνειδητοποίησα τὸ πρόσταγμα: «Ἐμπρός! Ἐργασία!» – οὐσιαστικὴ ἐξέταση κ’ ἔκφραση εἰλικρινὴς στὴν εὐκαιρία ποὺ σοῦ δίδεται· τότε κάτι θάχῃ ἀλλάξῃ. Ἴσως ἐντός σου μόνο, ἀλλὰ τὸ ἐντός σου κομμάτι δὲν εἶν’ κ’ ἐκεῖνο τοῦ Κόσμου;..
Ἐπὶ τὸ ἔργον λοιπόν! Αἰσιόδοξο ξεδίπλωμα τῶν ὅποιων ἱκανοτήτων, στέρεη ἔκφραση τῶν θέσεων μακριὰ ἀπὸ μισαλλοδοξίες καὶ κάλπικες χορηγίες!
Ἐπὶ τὸ ἔργον γι’ ἄλλη μιά φορά!
Ἐπὶ τὸ ἔργον ὡσότου γεννήσῃ ὁ χρόνος!