[Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ δράματος: Κατιλίνας μὲ μετάφραση-ὑποσημειώσεις-προλογικά-ἐπιλογικὰ τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου (Ἀθήνα, 2017).]
Μὲ τὸ δρᾶμα: Κατιλίνας ξεκίνησα τὴ σταδιοδρομία μου ὡς συγγραφέας· γράφτηκε τὸ χειμῶνα τοῦ 1848-9, ὅταν ἤμουν εἰκοσιενὸς ἐτῶν.
Τότε βρισκόμουν στὸ Γκρίμσταντ ὁπού ᾿πρεπε μόνος νὰ βγάζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ νὰ προετοιμαστῶ γιὰ τὶς εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις στὸ Πανεπιστήμιο. Ἡ ἐποχὴ ἦταν γεμάτη ἐντάσεις: Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Φεβρουαρίου [Ἡ ἀναφερόμενη στὴ Γαλλικὴ ὡς: révolution de Février, ποὺ τερμάτισε τὴν Ἰουλιανὴ Μοναρχία κι ἀποτέλεσε μία ἐκ τῶν ἐπαναστάσεων κατὰ τὴν Ἄνοιξη τῶν Λαῶν σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη.], οἱ ἐξεγέρσεις στὴν Οὑγγαρία [Οἱ Οὗγγροι ἐπαναστάτησαν, ἀκολουθῶντας τὴν Ἄνοιξη τῶν Λαῶν, ἐνάντια στοὺς Αὐστριακοὺς κ᾿ ἡττήθηκαν μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Ρώσου Τσάρου.] κι ἀλλοῦ, ὁ πόλεμος γιὰ τὸ Σλέσβικ [Ὁ Α΄ Πόλεμος γιὰ τὸ Σλέσβικ ἢ Τριετὴς Πόλεμος (Δανικά: Treårskrigen) γιὰ τὸν ἔλεγχο τῶν δουκάτων τοῦ Σλέσβικ (στὸ μέσο Δανίας-Γερμανικοῦ χώρου) καὶ τοῦ Χόλσταιν, ὅπου συμμετεῖχαν κ᾿ οἱ Πρῶσσοι κ᾿ οἱ Σουηδοί. Νίκησε ἡ Δανία.]… μ᾿ ἐπηρέασαν βαθύτατα κ᾿ ἐπιτάχυναν τὴν πνευματική μου ἀνάπτυξη, ὅσο ἀνώριμος κι ἂν περέμεινα γιὰ κάμποσο καιρὸ μετά.
Ἔγραψα ποιήματα μεγαλορρήμονα, δίνοντας κουράγιο στοὺς Μαγυάρους καὶ προτρέποντάς τους νὰ βαστήξουν στὸ δίκαιον ἀγῶνα κατά τῶν «τυράννων» γιὰ χάρη τῆς Ἐλευθερίας καὶ τοῦ Ἀνθρωπισμοῦ… Ἔπλεξα μιὰ μεγάλη σειρὰ ἀπὸ σονέττα πρὸς τὸ βασιλιᾶ Ὄσκαρ [Ὄσκαρ Α΄, βασιλιᾶς τοῦ ἑνωμένου Βασιλείου Σουηδίας-Νορβηγίας (1844 59).]· ἀπ᾿ ὅσο θυμᾶμαι, τοῦ ἔκανα ἔκκληση, μεταξὺ ἄλλων, νὰ βάλῃ στὴν ἄκρη τοὺς μικροπρεπεῖς ὑπολογισμοὺς καὶ νὰ ἐφορμήσῃ, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατοῦ, πρὸς βοήθειαν τῶν ἀδερφῶν στὰ μακρυνότερα σύνορα τοῦ Σλέσβικ. Τώρα — σ᾿ ἀντίθεση μὲ τότε, ὅσο κι ἂν ἀμφιβάλλω γιὰ τὸ μέγεθος τῆς οὐσιαστικῆς βοήθειας ποὺ θὰ προσέφεραν οἱ «ὑψηλές» μου ἐκκλήσεις στὶς περιπτώσεις τῶν Μαγυάρων καὶ τῶν Σκανδιναβῶν… – θεωρῶ ἀγαθή τύχη ποὺ μείνανε τοῦτα στὴν ἡμιιδιωτικὴ σφαῖρα τοῦ χειρογράφου! Δέν μπόρεσα, ὅμως, νὰ μήν ἐκφράζωμαι σ᾿ ἐπισημότερες εὐκαιρίες μὲ τὴν περιπάθεια τῆς ποιητικῆς μου διαχυτικότητας..- πρᾶγμα ποὺ δὲ μοῦ ᾿φερε — ἀπὸ φίλους καὶ μή — τίποτ᾿ ἄλλο παρ᾿ ἀμφίβολο κέρδος: Οἱ πρῶτοι μὲ προσέγγιζαν σὰ νἄχω κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα αὐτογελοιοποίησης· οἱ δεύτεροι θεωροῦσαν πολύ παράξενον ἕνα νέο, στὴ μειονεκτική μου κατάσταση, ν᾿ ἀναλύῃ ζητήματα γιὰ τὰ ὁποῖα οὔτε οἱ ἴδιοι δέν τολμοῦσαν νὰ ψελλίσουν κάποιαν ἄποψη…
Γιὰ νἆμαι εἰλικρινής, πρέπει νὰ προσθέσω πὼς ἡ, κατὰ καιρούς, συμπεριφορά μου δέν ἀνταποκρινόταν στὶς μεγάλες ἐλπίδες ποὖχε ἡ κοινωνία ν᾿ ἀνθήσῃ ἐντός μου ἡ ἀρετὴ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ πολίτη… Ἀλλὰ κ᾿ ἐγώ ἔπεσα ἔξω μὲ πολλούς, στήνοντας καρικατοῦρες ἢ γράφοντας ἐπιγράμματα, παρά ποὺ ἄξιζαν περισσότερα ἐκ μέρους μου καὶ πραγματικὰ ἐκτιμοῦσα τὴ φιλία τους. Συνολικά, ἐνῷ μαινόταν στὸ ἐξωτερικὸ μάχη τρομερή, ἐγὼ κατάφερα νὰ μπλεχτῶ — στὸ ἐσωτερικό — σὲ πολεμικὲς διενέξεις μὲ τὴ μικρή κοινωνία, ὅπου βρισκόμουνα παγιδευμένος ἀπ᾿ τὶς συνθῆκες καὶ τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς. Νά, λοιπόν, ποιά ἡ κατάσταση, ἐν μέσῳ προετοιμασίας γιὰ τὶς ἐξετάσεις μου, ὁπότε καὶ διάβασα τὴ Συνωμοσία τοῦ Κατιλίνα τοῦ Σαλλουστίου καὶ τοὺς Κατὰ Κατιλίνα λόγους τοῦ Κικέρωνος. «Καταβρόχθισα» τοῦτα τὰ ἱστορικὰ τεκμήρια καί, ὕστερ᾿ἀπὸ λίγους μῆνες, τὸ δρᾶμα μου ἔστεκε ἕτοιμο… Ὅπως θὰ φανῇ μές στὸ βιβλίο, δέ συμμερίστηκα τότε τὴ σύλληψη τῶν δύο ἀρχαίων Ρωμαίων συγγραφέων ὅσον ἀφορᾷ στὸ χαρακτῆρα καὶ τὴν ὅλη πολιτεία τοῦ Κατιλίνα· καὶ σήμερ᾿ ἀκόμα τείνω νὰ πιστέψω πὼς κάτι μεγάλο καὶ σημαῖνον ἐνυπῆρχε στὸν ἄνθρωπο κατὰ τοῦ ὁποίου ὁ Κικέρων, ὁ πείσμων ἐκφραστὴς τῆς πλειοψηφίας, δέν ἔκρινε σκόπιμο νὰ ἐπιτεθῇ, ὡσότου ἐπῆλθε πλέον μία τέτοια ἀλλαγὴ ποὺ πιὰ ἀτιμωρητί νὰ προχωράῃ σ᾿ ἐχθροπραξίες!.. Ἂς σημειωθῇ πὼς ἐλαχίστων ἱστορικῶν προσώπων ἡ φήμη βρίσκεται περισσότερο στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν τους ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ Κατιλίνα!
Τὸ δρᾶμα μου γράφτηκε τὶς νυχτερίνες ὧρες -τὶς ἐλεύθερες γιὰ μελέτη ποὺ ἔπρεπε στὴν πραγματικότητα νὰ κλέβω ἀπ᾿ τὸ ἀφεντικό μου, ἕναν καλὸ κι ἀξιοσέβαστο ἄνθρωπο ἀφοσιωμένο ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν ἐπιχείρησή του..- ἀπὸ κεῖνες τὶς κλεμμένες ὧρες, ἕβρισκα κατόπιν στιγμοῦλες γιὰ νὰ γράψω ποίηση!.. Δέν ὑπῆρχε ἄλλος χρόνος ἀπ᾿ τὴ νύχτα -ἴσως, γι᾿ αὐτό, σχεδὸν ὁλάκερη ἡ δράση ἐκτυλίσσεται τότε.
Προφανῶς, μιὰ τέτοια ἀκατανόητη δραστηριότητα γιὰ τὸ περιβάλλον μου, ὅπως ἡ συγγραφὴ θεατρικοῦ ἔργου, ἔπρεπε νὰ μείνῃ μυστική. Μὰ δέν ἀντέχει ἕνας εἰκοσάχρονος συγγραφέας ἂν δέν ἐξομολογηθῇ κάπου τὰ μυστικά του· ἔτσι, λοιπόν, μίλησα σὲ δυὸ φίλους συνομηλίκους.
Κ᾿ οἱ τρεῖς μας εἴχαμε μεγάλες προσδοκίες, ὅταν ὡλοκληρώθηκε ὁ Κατιλίνας. Πρῶτα, ἔπρεπε νὰ καθαρογραφῇ, ὥστε ν᾿ἀποσταλῇ μὲ ψευδώνυμο [Brynjolf Bjarme] σ᾿ ἕνα θέατρο τῆς Χριστιανίας καί, κυρίως, νὰ ἐκδοθῇ. Ἕνας ἀπ᾿ τοὺς πιστούς μου φίλους ἀνέλαβε νὰ συντάξῃ ὄμορφο κ᾿ εὐανάγνωστο ἀντίγραφο τοῦ ἀνεπιμέλητου προχείρου μου -κάτι ποὺ ἐξετέλεσε μὲ τέτοιαν εὐσυνειδησία, ὥστε δὲν παρέλειψε μήτε μία ἀπ᾿ τὶς πάμπολλες παῦλες πού — πάνω στὴ ζέση τῆς σύνθεσης — εἶχα εἰσαγάγει κάπως ἐλεύθερα, ὅταν ἡ ἀκριβὴς φράση δέ μοῦ ᾿ρχότανε κείνη τὴ στιγμή… Ὁ δεύτερος φίλος, ποὺ κατονομάζω καθὼς δέ ζῇ πιά, ὁ Οὖλε Σούλερουντ, τότε φοιτητὴς κ᾿ ἔπειτα δικηγόρος, μετέφερε τὸ χειρόγραφο στὴ Χριστιανία. Ἀκόμα θυμᾶμαι ἕν᾿ ἀπ᾿ τὰ γράμματά του, ὅπου μὲ πληροφοροῦσε πὼς ὁ Κατιλίνας κατετέθη πρὸς κρίσιν στὸ θέατρο· ὅτι σύντομα θ᾿ ἀνεβῇ στὴ σκηνή· ὅτι δέν ὑπῆρχε ἀμφιβολία ⟨γιὰ τὴν ἀποδοχή του⟩, καθὼς διηύθυναν ἄνθρωποι μ᾿ ὀξυδέρκεια· πὼς ἦταν ἀναμφίβολη ἡ πρόθεση τῶν ἐκδοτῶν νὰ πληρώσουν ἕνα σεβαστὸ ποσοστὸ γιὰ τὴν πρώτη ἔκδοση..- τὸ σημαντικὸ γιὰ κεῖνον ἦταν νὰ βρῇ τὸν πλειοδοτοῦντα!..
Ὕστερ᾿ ἀπὸ μακρὰ καὶ ψυχοφθόρο ἀναμονὴ ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται κάποιες δυσκολίες: Ἐπεστράφη στὸ φίλο μου τὸ χειρόγραφο ἀπ᾿ τὴ διεύθυνση ⟨τοῦ θεάτρου⟩ μὲ μιὰν εὐγενική, μά — παραταῦτα — αὐστηρή, ἀπόρριψη· γύρναγε τώρα τὸ χειρόγραφο ἀπὸ ἐκδότη σ᾿ ἐκδότη κι ὅλοι τους ἐκφράζονταν μὲ τὸν τρόπο τῆς διεύθυνσης..- ὁ «πλειοδοτῶν» ζήταγε «τόσα…», γιὰ νὰ τὸ ἐκδώσῃ δίχως ποσοστά…
Ἀλλὰ ὁ φίλος μου δέν πτοοῦνταν -συνέχιζε νὰ πιστεύῃ στὴν ⟨τελικὴ⟩ νίκη. Καλύτερα ἔτσι, μοῦ ᾿γραψε… Θὰ γίνῃ αὐτοέκδοση τοῦ δράματός σου· ἐκεῖνος θαὔρισκε τ᾿ ἀναγκαῖα κεφάλαια· τὰ κέρδη θὰ τὰ μοιραζόμασταν λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψει τὸ ἐπιχειρηματικὸ κόστος, ἐξαιρουμένης τῆς διόρθωσης τῶν δοκιμίων, καθὼς οἱ τυπογράφοι θὰ λάμβαναν ἄψογο χειρόγραφο, ὡς βάση ἐργασίας. Σ᾿ ἑπόμενο γράμμα μοῦ διεμήνυε, βλέποντας τὶς ὑγιεῖς μελλοντικὲς προοπτικές,.. πὼς σκεφτόταν νὰ παρατήσῃ τὶς σπουδὲς καὶ ν᾿ ἀφοσιωθῇ ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἔκδοση τῶν ἔργων μου… Πίστευε ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ γράφω δυό-τρία ἔργα τὸ χρόνο μ᾿ εὐκολία· σύμφωνα μὲ τοὺς ὑπολογισμούς του
θὰ καταφέρναμε, μὲ τὰ κέρδη, τὸ ταξίδι μας ἀνὰ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀνατολή, ποὔχαμε συμφωνήσει σὲ συζητήσεις.
Γιὰ τὴν ὥρα, ὁ προορισμὸς τοῦ ταξιδιοῦ μου ἦταν ἡ Χριστιανία… Ἔφτασα ἐκεῖ τὴν ἄνοιξη τοῦ 1850 καί, λίγο πρίν, εἶχε ἐμφανιστῆ στὰ ἐκθετήρια τῶν βιβλιοπωλείων ὁ Κατιλίνας. Τὸ δρᾶμα προκάλεσε αἴσθηση κ᾿ ἐνδιαφέρον μεταξὺ τῶν φοιτητῶν, ἀλλὰ οἱ κριτικοὶ ἀσχολήθηκαν κυρίως μὲ τοὺς ἐσφαλμένους ⟨μετρικὰ⟩ στίχους καὶ βρῆκαν τὸ βιβλίο, ἐν πολλοῖς, μιὰν ἀνώριμη ⟨δημιουργία⟩… Ἕνα μόνο τριμηνιαῖο ἔντυπο ἄρθρωσε ἐπαινετικώτερη κριτική -ἐκ μέρους προσώπου ποὺ ἡ ἐκτίμησή του ἦταν πάντα εὐπρόσδεκτη καὶ βαρύνουσα γιὰ μένα κ᾿ ἐδῶ τὸν εὐγνωμονῶ ξανά. Δέν πωλήθηκαν ἀρκετὰ ἀντίτυπα αὐτῆς τῆς περιωρισμένης ἔκδοσης. Ὁ φίλος εἶχε πολλά στὴν κατοχή του· θυμᾶμαι, ἕν᾿ ἀπόγευμα, ὅταν οἱ οἰκονομικές μας δυσκολίες ἦταν πιὰ ἀνυπέρβλητες, ξεφορτωθήκαμε εὐτυχῶς σωρό ἔντυπης ὕλης σ᾿ ἕναν ἔμπορο, ὡς παλιόχαρτα! Τὶς ἀμέσως ἑπόμενες μέρες δέ μᾶς λείψανε τὰ χρειώδη…
Σὰ γύρισα πέρυσι τὸ καλοκαίρι στὴν πατρίδα κ᾿ ἔπειτα ἀπ᾿ τὴν ἐπιστροφή μου ἐδῶ, ⟨στὴ Δρέσδη,⟩, παρέλασαν, ὅλο καὶ πιό ξεκάθαρα, σὰ μορφὲς μές ἀπὸ καλειδοσκόπιο οἱ σκηνὲς τῆς λογοτεχνικῆς σταδιοδρομίας μου -ἀνάμεσά τους κι ὁ Κατιλίνας. Τὶς λεπτομέρειες τοῦ βιβλίου τὶς εἶχα σχεδὸν ξεχάσει, ἀλλά, ξαναδιαβάζοντάς το, βρῆκα πὼς σὲ πολλά ἀπὸ κειμέσα ἀκόμα συγκατανεύω -ἔχοντας κατὰ νοῦ, βέβαια, ὅτ᾿ ἦταν ἡ πρώτη μου δημιουργία… Πολλά ἀπ᾿ τὰ κομβικὰ τῶν κατοπινῶν μου γραφτῶν: οἱ ἀντινομίες μεταξὺ ἰσχύος κ᾿ ἐπιθυμίας, θέλησης καὶ δυνατότητας, τὸ κράμα τραγῳδίας καὶ κωμῳδίας στὴν Ἀνθρωπότητα ἐν γένει καὶ στὸ ἄτομο,.. ὅλα τους φανερώνονται ἤδη ὡς ἀμορφοποίητοι ἀκόμα πρόδρομοι. Ὁπότε συνέλαβα τὸ σχέδιο μιᾶς νέας, τρόπον τινα ἐορταστικῆς, ἔκδοσης· ὁ ἐκδότης μου, μὲ τὴ συνηθισμένη του ἑτοιμότητα, συμφώνησε. Ὅμως, δέ γινόταν ἁπλᾶ ν᾿ ἀνατυπωθῇ ἡ παληὰ πρώτη ἔκδοση, ἐφόσον — ὅπως ἤδη εἰπώθηκε — ἀποτελοῦσε στοιχειοθεσία τοῦ ἀτελοῦς κι ἀδιόρθωτου προχείρου μου. Καθὼς ξανακοίταζα τὸ ἔργο, θυμήθηκα πλήρως τί πρωτοεῖχα στὸ μυαλό μου καὶ διαπίστωσα πὼς ἡ μορφὴ οὐσιαστικὰ δὲν ἀπέδιδε πουθενά τὸ ἐπιθυμητό! Συνεπῶς, ἀποφάσισα ν᾿ ἀναθεωρήσω τὸ δρᾶμα τῆς νιότης μου -ὅπως μᾶλλον θἄκανα καὶ τότε ἂν εἶχα στὴ διάθεσή μου τὸ χρόνο κ᾿ ἡ κατάσταση ἦταν προσφορώτερη. Οἱ ἰδέες, οἱ συλλήψεις κ᾿ ἡ ἐκδίπλωση τοῦ ὅλου δέν ἔχουν ἀλλοιωθῆ. Τὸ βιβλίο παραμένει τὸ πρωτότυπο -μονάχα τώρα ἐμφανίζεται σὲ πληρέστερη μορφή.
Βάσει αὐτῶν, εὔχομαι νὰ τὸ ἀποδεχτοῦν οἱ φίλοι μου στὴ Σκανδιναβία (καθὼς κι ἀλλοῦ), σὰν ἕνα δικό μου χαιρέτισμα μετὰ τὸ πέρας μιᾶς περιόδου πλούσιας μεταλλαγῶν γιὰ μένα, μὰ κι ἀντιφάσεων. Ἀρκετά ἀπ᾿ ὅσα εἰκοσιπέντε χρόνια τώρα ὀνειρεύτηκα, πραγματοποιήθηκαν -ἀκόμα καὶ μὲ τρόπους ποὺ τότε δέν ἤλπιζα… Δέ θἄθελα νὰ μήν εἶχα δοκιμάσει στὸ ἐνδιάμεσο ὅ,τι προσπάθησα καί, ὅταν κοιτάζω πίσω -σ᾿ ὅσα ἔζησα, τὸ κάνω μ᾿ αἴσθημα εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα!
Χένρικ Ἴψεν
Δρέσδη, Φεβρουάριος 1875