[Μτφ ἀπό: Henrik Ibsen, Samlede værker, København, Gyldendalske Boghandels Forlag, 1899, τομ. IV, σελ. 230.]
Στὸ νοῦ μου φανερώνεται σὰ σήμερα νάναι
τὸ βράδυ, ὅταν πρωτοδιάβασα γραφτό μου τυπωμένο.
Στὴν κάμαρα ἤμουνα καὶ μὲ μεγάλες τζοῦρες
καπνίζοντας ὠνειρευόμουν ἤρεμα κ’ εὐτυχισμένα:
Θὰ χτίσω στὸν οὐρανό παλάτι – σ’ ὅλο τὸ Βορρᾶ νὰ λάμψῃ.
Δυὸ πτέρυγες θενάχῃ: ἡ μιά τους μικρή – μεγάλη ἡ ἄλλη.
Ἡ μεγάλη θάναι τὸ σπιτικὸ ἑνὸς ἀθάνατου ποιητῆ·
ἡ μικρή, γωνιὰ καλή γιὰ κάποιο κοριτσόπουλο.
Νόμιζα πὼς ὅλα τους ἦταν σχεδιασμέν’ ἁρμονικά!
Κι ὅμως, πῶς καταντῆσαν νάναι τόσο διαφορετικά!
Σὰ λογικός γινηκε ὁ μάστορας, τὸ κάστρο μπάταρε:
ἡ πτέρυγα ἡ μεγάλη γίνηκε μικρή, καὶ ἡ μικρή, ἐρείπια.