[Ἀπὸ τἩ Γιορτὴ στὸ Σούλχαουγκ.]
Ἀπὸ λόφους διάβαινα τόσο βαρὺς καὶ μόνος·
τὰ πουλάκια λέγανε κι ἀντιλαλοῦσε ὁ λόγγος·
λέγανε παμπόνηρα καὶ σιγοτραγουδοῦσαν
νὰ σταθῶ νὰ στοχαστῶ οἱ ἀγάπες πῶς ἀνθοῦσαν:
«Χρόνους βελανιδιὰ ψηλώνει μὰ κι ἀντρειεύει,
σκέψεις τήνε θρέφουνε, καημός σὰν ὁρμηνεύῃ.
Εὔκολα φουντώνει αὐτὴ τὴ μοναχή στιγμοῦλα
καὶ ριζώνει μέσα κεῖ στὴν ἄμοιρη καρδοῦλα.»