[Πρωτόλειο κείμενο τοῦ 1841· ὅταν τὸ διάβασε στὴ σχολικὴ τάξη ὁ Ἴψεν, ὡς μαθητής, ὁ δάσκαλος δέν πίστεψε πὼς ἤτανε δικό του… Γιὰ τὴ μτφ, ἀκολουθεῖται ἡ ἔκδ. τοῦ πρωτοτύπου: Henrik Ibsens skrifter, http://www.ibsen.uio.no/SAK_P1841Drom.xhtml]
…Σὲ πορεία «πάνω ἀπ’ τὴν ἔρημο» ἤμαστε σαστισμένοι, ἀγριεμένοι, ἐξαντλημένοι ἀπ’ τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Σὰν τὸν Ἰακώβ, τὰ χρόνια τὰ παλιά, ξαποστάσαμε βάζοντας πέτρα κάτω ἀπ’ τὸ κεφάλι μας. Τὸ συντροφό μου τὸν πῆρε σύντομα ὁ ὕπνος· ἐγὼ δέν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Τέλος, ἡ κούραση μὲ νίκησε… Τότε, σ’ ὄνειρο, στάθηκε ἀποπάνω μου ἄγγελος καὶ μοῦ ΄πε: Σήκω κι ἀκολούθα με! Ποῦ θές νὰ μ’ ὁδηγήσῃς σὲ τοῦτο τὸ σκοτάδι;, τὸν ρώτησα. Ἔλα!, μοῦ ξανάπε. Κι ὅραμα θὰ σοῦ δείξω -τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ στὴν Πραγματικότητα καὶ κατὰ τὴν Ἀλήθεια. Ἔτσι, λοιπόν, ἀκολούθησα.. –τρομαγμένος! Καὶ κατηφορίζαμε μὲ βήματα τεράστια, μέχρι ποὺ τὰ βουνὰ μᾶς ὑποκλίνονταν φτειάχνοντας θόλους μεγαλοπρεπεῖς… Ἀποκάτω βρισκόταν πελώρια νεκρόπολη μ’ ὅλα τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Φθορᾶς τὰ τρομερά σημάδια κ’ ἴχνη! Ὁλάκερος κόσμος κείτονταν βυθισμένος· μαζί — ὑπὸ τὴν ἰσχὺν τοῦ Θανάτου — χλομή, ξεθωριασμένη, ἀποσβησμένη δόξα. Πάνω ἀπ’ ὅλα τους, ἀχνὸ φῶς τρεμόσβηνε — ἔτσι ζοφερά — στοὺς τοίχους ἐκκλησίας κ’ ἕνας λευκοβαμμένος ταφικὸς σταυρὸς δέσποζε στὸ νεκροταφεῖο κ’ ἔλαμπε περσότερο ἀπ’ τὰ λευκὰ τὰ κόκκαλα ποὺ σὲ σειρὲς ἀμέτρητες γεμίζανε τὸν κατασκότεινο τὸ χῶρο. Τὸ θέαμα, ποὺ μοῦ ΄δειξε ὁ ἄγγελος, μὲ πάγωσε -μὲ τρόμαξε: Νά, δές: τὰ πάντα, ματαιότης! Ἔπειτα ἀκούστηκε βροντή, ἀδύναμο προανάκρουσμα καταιγίδας καὶ στεναγμὸς μυριόστομος καὶ πένθιμος,.. ὥσπου ΄γινε βοερή θύελλα -οἱ νεκροὶ ἁπλώνανε τὰ χέρια καταπάνω μου… καί — μὲ μιά κραυγή! — ξύπνησα… ἀπὸ τὴν παγερὴ δροσιὰ τῆς νύχτας…
[Τὸ κείμενο, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, πρωτομεταφράζεται ἐδῶ στὰ Ἑλληνικά.]