[Ἐκ τοῦ Ἀδιακόπως.]
’Σ τοῦ Μίνου τὰ πρωτόχρονα βουλκᾶνος ’δὲν ἐκάπνει,
καί τὰ πουλάκια ἐπέτοντο κ’ ἐγλυκοτραγουδοῦσαν
πάνω ’ς τὰ βράχια τοῦ νησιοῦ ’ποῦ τὄλεγαν Στρογγύλη.
Οἱ πρωτεργάτρες μέλισσες ἀνθοκορφολογοῦσαν,
καί τὰ στημόνια ἐστέκοντο ψηλὰ καί λυγερᾶτα.
Ἐκεῖ τὸ τόπι ἐχάνετο, καθὼς κοράσια ἐπαῖζαν,
καί παλληκάρια μαχητὲς ἐπάλευαν ’ς τὸν χόρτο
’νὰ δείξουν πόσον ἠμποροῦν ἐχθροὺς ’νὰ καταβάλουν
καί μελλουμένων σκοτεινιὰ ’λιγάκι ’νὰ λαμπρύνουν.
Ἄρχοντες, ξένοι καί λαὸς ἐθαύμαζαν κ’ ἐλέγαν:
«Λαμπρὰ τὰ νιάτα τοῦ νησιοῦ, λαμπρὴ καί ἡ φύσις ὅλη,
λαμπρά ’ναι τὰ μελλούμενα, ὁ τόπος μας θὰ ζήσῃ!»
Αὐτὰ λοιπὸν ἐλέγανε καί οὐρανὸν ἐτήρουν
καταπὼς ὁ Ἡλιάτορας ἐφώτιζε τὸν κόσμο.
Ἆ, χειλιδόνια κι ἄγγελοι τοῦ πλούτου ’ς τὰ χωράφια
καί ’ς τὰ λειβάδια ὁλόγυρα βουνοῦ γαληνοτάτου,
πῶς τὸν ἀγέρα σχίζετε μὲ τὸν φτεροχορό σας,
πῶς σεῖς αἰθέρα ὀργώνετε μὲ τὸ ἁπλοφτέρουγό σας,
ὅταν τὸ ἀργοσάλεμα τοῦ Χρόνου ἀναλογᾶστε
καί τὸ κακὸ κι ἀνάθεμα τῶν λογισμῶν σφαλνᾶτε.
Ὅμως – καί τ’ ὅμως πάντοτε τὸν νοῦ στριφτοϋφαίνει –
θἀρθῇ κακό, θἀρθῇ σεισμός, θἀρθῇ τῆς γῆς ὁ Χάρος,
μὰ πάντοτε θὰ στέκεσθε χαρούμενα ’ς τὸν τοῖχο –
σεῖς ὠμορφοπλάσματα, ἐσεῖς σαϊττοπούλλια –,
ὡς ’πῆρε χέρι μάγιστρου χρῶμα-μορφὲς ’νὰ στήσῃ.
Καὶ θὰ γλεντᾶτε τὰ καλὰ τοῦ κόσμου ’ς τὴν εἰρήνη
καί τῆς σταχτιᾶς τῆς χλαλοῆς θὰ διώχνετε τὸν πόνο.
(Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα θὰ φανῇ, τὸ πρᾶγμα θε ’να γίνῃ·
κἀνεὶς ’ς τὸν κόσμον ἄφθορος, ἀνάλλαγο κἀνένα.)
Χρόνοι πολλοὶ ’ποῦ ἐπέρασαν, χρόνοι πολλοὶ διαβῆκαν,
τὴν ζωγραφιὰ ’δὲν ἔσβησαν, τὴν μνήμη μᾶς ἀφῆκαν
τῆς γῆς τῆς ὠμορφόθωρης πρὶ’ ’νὰ ἐκραγῇ ὁ τόπος.