[Στιχηρὴ ἀπόδοση στὰ Ἑλληνικὰ γιὰ τὴ μετάφραση τοῦ: T. W. Rhys Davids, Πρώιμος Βουδδισμός, μτφ-προλογικά-ὑποσημειώσεις: Θ. Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, ἐπιμέλεια: Κωνσταντῖνος Μ. Μάστρακας, ἐκδ. Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου-Διορθώσεις, Ἀθήνα, 2018, σελ. 44-8.]
Ὑμνῶ τὴν πορεία πρὸς τὰ ἐμπρός –
τοῦ γυρολόγου τὴ ζωή,
Ἐκείνου ποὺ βλέπει μακριά·
αὐτὴ ποὺ διάλεξε,
σὰ σκέφτηκε καλά.
Ὅλο ἐμπόδια, ἡ κατοικία
στοῦ πάθους τὴν οἰκία –
λεύτερος σὰν τὸν ἄνεμο
ὁ βίος ὁ ἀνέστιος,
σκέφτηκε… κ’ ἔφυγε…
Σὰν προχώρησε μπροστά,
παράτησε τὶς ἄδικες τὶς πράξεις
καὶ κάθε λόγο πονηρό,
κ’ ἔγινε ποῦρος — καθαρός! —
ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του.
Πῆγε στοῦ βασιλιᾶ τὴν πόλη,
ὁ Βούδδας -στὴ Γκιριμπάγια,
στὴ Μαγκάντα, γεμᾶτος
ἀπὸ σημάδια ὁλόγυρα
γιὰ τὴ δικιά του ἀξία.
Ἀπὸ ἐλεημοσύνη ζοῦσε.
Εἶδε τὸν Μπιμπισάρα
νὰ στέκῃ στοῦ παλατιοῦ
τὸ πάνω τὸ μπαλκόνι.
Βλέποντας κεῖνος τὰ σημάδια,
ἔβγαλε δυνατή φωνή:
Εἰσακούστε, ἄρχοντες,
τὸν ἄνθρωπον αὐτό –
τὸν ὄμορφο καὶ καθαρό·
στὴν ταπεινότητά του βλέπει
μπροστά του μόνο μιὰν ὀργιά!..
Μὲ κατεβασμένο βλέμμα
καὶ μ’ ἐγκράτεια· σίγουρα
— σίγουρα! — εἶναι γενιᾶς καλῆς!
Οἱ μαντατοφόροι νὰ βιαστοῦν –
νὰ βροῦν ποῦ πάει ὁ ἐπαίτης!
Κ’ ἔτσι ἔστειλε τοὺς ἄγγελους
νὰ τρέξουν ἀποπίσω,
νὰ μάθουν, νὰ ρωτήσουν:
Ποῦ πάει ὁ Μπίκσου [«μοναχός»]
καὶ ποῦ θὰ μείνῃ;..
Γιὰ ἐλεημοσύνη πάει,
σπίτι-σπίτι, πόρτα-πόρτα..-
καὶ πάντα ἐγκρατής.
Γέμισε τὴ γαβάθα,
κάθε του πόθο ἐλέγχοντας.
Ὁ γῦρος του τελείωσε
κι ὁ σοφὸς τὴν πόλιν ἄφησε
γιὰ τὸ βουνὸ Παντάβα.
Ἐκεῖ, λοιπόν, κατέληξε
νὰ πάῃ νὰ ξαποστάσῃ.
Καί, σὰ σταμάτησε αὐτός,
στάματησαν κ’ ἐκεῖνοι.
Ἕνας μονάχος ἄγγελος
στὸ βασιλιᾶ του πῆγε
καὶ μήνυσε τί ἐγίνη:
Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ
τοῦ Παντάβα, ὁ Μπίκσου,
βασιλιᾶ, θρονιάστηκε
σὰν τίγρης-βασιλιᾶς,
σὰ λέων στὴ σπηλιά του.
Ἀφότου τῶν ὑποτακτικῶν
τὸ λόγον ἄκουσε, μὲ βιάση
ἀνέβηκε πά’ στ’ ἅρμα του
καὶ κίνησε ὁ πολεμιστὴς
γιὰ τὸ βουνὸ Παντάβα.
Κι ὅταν ὁ δρόμος τέλεψε,
παράτησε τ’ ἁμάξι του
καὶ μὲ τὰ πόδια βάδισε
κοντά του γιὰ νὰ φτάσῃ·
καὶ δίπλα του ἐστάθη.
Σὰν κάθησε ὁ βασιλιᾶς,
μὲ λέξεις ὅλο εὐγένεια
ὑπέβαλε χαιρετισμὸ
σὰ νάχε φίλο μπρός του·
ἐρώτηση τοῦ γύρισε:
– Νέος εἶσαι, τρυφερός,
στὴν πρώτη σου τὴ νιότη,
μὲ χρῶμα φίνο κι ὄμορφο·
φαίνεσαι ἀπὸ γενιὰ καλή…
Δόξα θὰ λάβῃς καὶ τιμές,
ὡσὰν μπροστάρης μαχητής,
καὶ πλούτη θὰ σοῦ δώσω.
Δέξου τα αὐτὰ καὶ πέ μου:
Ποῦθε κρατᾷ ἡ γενιά σου;
– Στῶν Ἱμαλαΐων τὶς πλαγιὲς
βρίσκεται, βασιλιᾶ μου,
πλούσια χώρα, ἰσχυρή,
κ’ οἱ κάτοικοι ἀνήκουνε
στὸ κράτος τῆς Κοζάλα…
Κατάγονται ἀπ’ τὸν Ἥλιο –
ἀπ’ τὴ γενιὰ τῶν Σάκυια.
Ἐγὼ κρατῶ ἀπὸ κείνη τὴ φυλὴ
καὶ δὲν ποθῶ νὰ νοιώθω πιὰ
θέλγητρα κ’ ἡδονή.
Βλέποντας τὸν κίνδυνο
ποὺ μέσα τους φωλιάζει,
τραβάω μπρὸς μαχώμενος
γιὰ νάβρω εὐδαιμονία
ὅπου ἀναπαύεται ὁ νοῦς…