Σὰν ἔγινε τριάντα χρονῶ ὁ Ζαρατούστρα,
παράτησε τὸν τόπο του
καὶ τὴ λίμνη τοῦ τόπου του
καὶ πῆρε τὰ βουνά.
Ἐδῶ, ἀπολάμβανε
τὸ πνεῦμα του
καὶ τὴ μοναξιά του. []
Ἐντέλει, ὅμως, ἄλλαξε
ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς του. []
Ὁπότε ξεκίνησε
ἡ κάθοδος τοῦ Ζαρατούστρα.
Φρειδερῖκος Νίτσε, Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα Ι 1.
Μήτε συνθῆκες οἰκονομικές, μήτε πόλεμοι, μήτε νόμοι, μήτε πίστη κινοῦν τ’ ἀνθρώπινα -ὅλα τους ἐπιφαινόμενα καὶ δεύτερα. Δυό οἱ δυνάμεις: ὁ φθόνος τῶν ἀνίκανων κ’ ἡ ἀντοχὴ τῶν ἱκανῶν. Ἐκεῖ δέ χωρᾶνε δεοντολογίες, ἠθικές, σωτηριολογικὰ κηρύγματα, συναισθηματισμοὶ μεταμφιεσμένοι σ’ ἰδεολογίες. Ἐκεῖ, κονταροχτυπιέται ἡ Βαρβαρότητα τοῦ Θανάτου μὲ τὸν Πολιτισμὸ τῆς Ζωῆς. Κανείς δὲν ἐρωτᾶται -μονάχα στέκει ὄρθιος ἢ πέφτει. Πότε καὶ ποῦ φανερώνεται ὁ ἱκανός, τὸ λέει ἠ Τύχη, ἡ μητέρα κάθ’ ἐλπίδας. Ἡ συνείδηση τοῦ ὅλως τυχαίου φέρνει δίψα γιὰ γνώση -νὰ μή χαθῇ τὸ παράδειγμα τοῦ ἄξιου στὴν ξεραΐλα καὶ τὴ Λήθη· γεννάει καὶ φθόνο: Γιατί ἐκεῖνος κι ὄχι ἐγώ; Γιατί κ’ ἐγώ νὰ μὴ δημιουργήσω;! Κι ὅποιος φωνάξει: ἐγώ, κατεβαίνει πιὰ στὸν ἀγῶνα, ν’ ἀποδειχτῇ ἱκανός, νὰ σκοτώσῃ τὴν ἀνικανότητά του, ν’ ἀφήσῃ κάτι πίσω ἐλάχιστο… Ὁ μεγαλύτερος λάτρης τῶν πολλῶν, μόνος του στάθηκε πέρ’ ἀπ’ τοὺς πολλούς· ὁ μεγαλύτερος λάτρης τοῦ ἑνός, ἀπ’ τοὺς πολλοὺς ξεκίνησε γιὰ νἄβρῃ τὴ δικιά του παρουσία κ’ ἔπειτα στοὺς πολλοὺς ξαναγύρισε τὴ σύλληψή του.