Ὅταν ὁ Μπρὲχτ ἔγραφε πὼς ὑπάρχει κι ἄλλη μιὰ τέχνη δίπλα στοῦ δραματικοῦ συγγραφέα, τοῦ σκηνοθέτη ἢ τοῦ ἠθοποιοῦ: ἐκείνη τοῦ θ ε α τ ῆ, νόμιζα πὼς ὑπερέβαλλε, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσῃ τὴν κριτικὴ διάσταση τοῦ διαλεκτικοῦ του θεάτρου.
Ὅμως, κάτι βαθύτερο ὑπονοεῖτ’ ἐδῶ… Ἡ τέχνη τοῦ θεατῆ εἶν’ ἀναγκαία καί γιὰ τοὺς τεχνίτες τῆς Σκηνῆς· πρέπει ν’ ἀντιλαμβάνοντ’ ἀπόλυτα τί θὰ συμβῇ μ’ ὅσα παρουσιάζουν κάτω στὴν πλατεία, μὰ καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία ποὺ δέχεται ὡς δυνάμει κοινὸ τὴν παράσταση· νὰ ζυγιάζουν τὴν καλὴν ὑποδοχὴ καί τὴν κακή· τὸ ρίσκο τους νάναι μετρημένο μέχρι κεραίας!
Ὅσοι στήνουν ἕνα θέαμα καὶ δέν καταλαβαίνουν τούτη τὴ συνιστώσα, ἐκτὸς ἀπὸ λειψοί, εἶναι κ’ ἐπικίνδυνοι… Ἀφελὴς κι ἀναποτελεσματική, ἡ ὅποια διαμαρτυρία κατὰ παρεμβάσεων (ἀκόμα καὶ τῶν πλέον ὠμῶν καὶ ἐγκάθετων), καθὼς κ’ ἡ ἐπίκληση κάθε ὑποτιθέμενης «καλλιτεχνικῆς ἐλευθερίας». Ὁ συνειδητὸς δημιουργός, σὰν τελειώσῃ ἡ δουλειά, σ ω π α ί ν ε ι κι ἀφήνει τὸ ἔργο ν’ ἀποδείξῃ μοναχό του πόσο ὑπερέβη ἐμπόδια καὶ περιορισμούς.