Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;
Κατὰ Λουκᾶν ΚΔ΄ 5.
Γιὰ τοὺς «διανοουμένους» (ὅπως θέλουν ν’ ἀποκαλοῦνται), ὁ ζῶν εἶναι ὁ λόγος κ’ οἱ νεκροί — ἐξ ἀρχῆς δραστηριότητος — οἱ ἴδιοι αὐτοί. Πόσες δεκαετίες τώρα, ἄνθρωποι ἀνίκανοι νὰ βάλουνε δυὸ ἀράδες κατανοητὲς στὸ χαρτί, δοξάζονταν ὡς δῆθεν «στοχαστές», «φιλόσοφοι», «δοκιμιογράφοι», «ποιητὲς» καὶ «δημόσιοι ἀγορητές», ἐπειδὴ κατάφερναν νὰ κρύψουν τὴν ἔλλειψη μές στ’ ἀκαταλαβίστικα ποὺ ξεστομίζανε;.. Ἦταν «ἀφασικὰ» τὰ λογάκια τους λόγῳ τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας καὶ ἀπαιδείας κι ὄχι, βεβαίως, ἐξ αἰτίας τοῦ δύσκολου ἀντικειμένου ποὺ καμώνονταν ὅτι ἐξέταζαν.
Εἶχα δεῖ πρὶν ἀπὄνα χρόνο μιὰ τηλεοπτικὴ ἐκπομπή, ὅπου κάποιος ἀνθυπόληπτος ἐγκαλοῦσε τοὺς ἁρμοδίους: Εἴμαστε τόσοι δόκιμοι ποιητές; Γιατί δὲ μᾶς στέλνετε στὰ σχολεῖα νὰ διαβάσουμε στὰ παιδιὰ τὴν ποίησή μας; Νὰ μάθουν νὰ αἰσθάνωνται καὶ νὰ στοχάζωνται; Εὐτυχῶς, οἱ ἁρμόδιοι ἐκώφευσαν γι’ ἄλλη μιά φορά. Οἱ ἀναπαραχθεῖσες προτάσεις τοῦ αὐτοκλήτου «διδασκάλου» ἔχουν ὑποβληθῆ σ’ ἐπιμέλεια, ὥστε νὰ φέρουν κάποιο νόημα κατὰ τὴν προσδοκία του -μήτε αὐτὸ δέν κατάφερνε.
Τὰ πράγματα — πρὸς δυσκολίαν ὅλων μας — ἦταν παντοῦ καὶ πάντοτε ἁπλᾶ -μὴ πῶ ἁπλούστατα. Καθεῖς μας κρίνεται πόσο κατώρθωσε νὰ πλάσῃ τὸ λόγο του ἁπλὸ κι ἀπέριττο -ἀντίστοιχο στὸ πρᾶγμα. Ὁπότε, νὰ μήν ἀναρωτοῦνται πολλοὶ σήμερα, μ’ ὅλα τὰ ὄντως δύσκολα, γιατί ὅλοι τοῦτοι σωπάσανε: Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ μπουρδουκλώνεται στὴν εὐθεῖα τῆς σκέψης καὶ πράξης, στὸν ἀνήφορο θ’ ἀρχίσῃ νὰ κατρακυλάῃ πρὸς τὰ κάτω.
Ὁπότε ρωτάω κ’ ἐγὼ κατὰ τὸ εὐαγγελικό:
Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα λόγον μετὰ τῶν νεκρῶν ψευδῶν λογεμπόρων;