[Δημιουργικὴ ἀπόδοση καὶ διασκευὴ ἀπ’ τὸν πρόλογο στὴν ἔκδ.: Sophokles Antigone, übersetzt von Hölderlin, bearbeitet von Martin Walser und Edgar Selge, Insel Verlag, Frankfrut am Main, 1989, σελ. 19-21.]
Ἕνας πόλεμος τέλειωσε.
Μακάρι νὰ χωνόμαστε
μές σὲ καινούργιο δέρμα.
Νὰ μή θυμόμαστε
τὴ χθεσινὴν αὐγή.
Γιατί ν᾿ ἀρρωστήσουν
ἀπὸ τὴ θύμηση
ἡ ὄρεξη κι ὁ ὕπνος,
σὲ μιὰ σύντομη, θνητὴ ζωή;
Ὅμως… τὸ παρὸν
πάντα εἰναι τυφλό,
σὰ δέ στοχάζεται βαθιά
τὴ μήτρα ποὺ τὸ γέννησε.
Ὁ λόγος μου, ἱστορία –
ἐγώ, ὁ ἀγγελιαφόρος.
Πρέπει τοὐλάχιστον νὰ πῶ
γιὰ τὸ βασιλιά, τὸ Λάιο,
ποὺ ὁ πατέρας του,
ὁ Λάβδακος,
χάθηκε νιὸς ἀκόμα.
Κι ὁ Λάιος κίνησε
κ’ ἔφυγε ἀπ’ τὴ Θήβα.
Στὸ παλάτι τὸν φιλοξένησε
ὁ Πέλοπας τοῦ Ἄργους
πούχε γιὸ ὄμορφο,
τὸ Χρύσιππο.
Ἐκμαύλισε καὶ σκότωσε
ὁ Λάιος τὸ Χρύσιππο.
Αργότερα,
στὸ δρόμο γιὰ τὴ Θήβα,
τοῦ ’πε ἡ Σίβυλλα:
«Μήν κάνῃς παιδί!
Ἀλλιῶς,.. κεῖνο τὸ ἴδιο
θὰ σὲ σκοτώσῃ.»
Καὶ γέννησ᾿ ἕνα:
Τὸν Οἰδίποδα.
Ἀπὸ φόβο διατάσσει
νὰ τὸν πάρουν τὸ μωρὸ
στὸν Κιθαιρῶνα πάνω –
νὰ τὸ ξεκάνουν.
Μὰ ὁ δήμιος σπλαχνικὰ
τὸν παραδίδει σ᾿ ἕνα βοσκὸ
ἀπὸ τὴν Κόρινθο
πούβοσκε κεῖ τὰ πρόβατα
τοῦ βασιλιὰ τῆς πόλης του,
τοῦ Πόλυβου.
Καὶ πάνω ἀπ’ τ᾿ ἄστυ
ἐπικάθεται ἡ Σφίγγα:
Θέτει αἰνίγματα –
ζητάει θύματα.
Ὁ Λάιος ξεκινᾷ
γιὰ τοὺς Δελφοὺς
χρησμὸ νὰ φέρῃ
πῶς νὰ διώξουνε
τὴ Σφίγγα
τὴν τραγουδίστρα.
Στὸ δρόμο, στὸ τρίστρατο, συναντάει
τὸν Οἰδίποδα
πούρχεται ἀπ᾿ τοὺς Δελφούς.
Ἤθελε νὰ μάθῃ κεῖ
γιὰ τὴν καταγωγή του.
Κ᾿ ἔμαθε πώς:
θὰ σκοτώσῃ τὸν πατέρα του..-
θὰ παντρευτῇ τὴ μητέρα του.
Καβγὰς ξεσπάει στὸ τρίστρατο
καὶ κανείς τὸν ἄλλο δὲ γνωρίζει.
Ὁ Λάιος πέφτει ἀπὸ τὸ χέρι
τοῦ Οἰδίποδα, τοῦ γιοῦ του.
Σὰ φτάνῃ στὴ Θήβα
ὁ δύσμοιρος Οἰδίπους,
λύνει τῆς Σφίγγας
τὸ βαθὺ αἴνιγμα.
Ἡ Σφίγγα γέρνει
καὶ πέφτει νεκρή.
Τὸν στέφουν βασιλιά.
Τὴ γυναῖκα παντρεύεται
τοῦ σκοτωμένου Λάιου:
τὴ μάνα του.
Γεννάει μαζί της τέσσερα παιδιά:
τὸν Πολυνείκη, τὸν Ἐτεοκλῆ,
τὴν Ἰσμήνη καὶ τὴν Ἀντιγόνη.
Ἡ κατάρ᾿ ἀρχίζει νὰ δουλεύῃ…
Τὸ μαντεῖο σημαίνει:
«Ἐξορίστε τὸ φονιά τοῦ Λάιου!»
Ὁ Οἰδίπους μαθαίνει
ἀπ᾿ τὸν Τειρεσία, τὸ μάντη,
πὼς ὁ ἴδιος αὐτός εἰν᾿ ὁ φονιάς.
Βγάζει τὰ μάτια του.
Ἡ Ἰοκάστη,
μάνα ὁμόκλινη τοῦ παιδιοῦ της,
κρεμιέται μές στα δώματα.
Ὁ Οἰδίπους ζητιάνος-πλάνητας
φεύγει μακριὰ ἀπ᾿ τὴν πόλη.
Τὰ δυό του ἀγόρια, ὅμως,
ὁ Ἐτεοκλῆς κι ὁ Πολυνείκης,
οἱ διάδοχοι τοῦ θρόνου,
μένουνε πίσω…
Ἀποφασίζουν φρόνιμα νὰ κυβερνοῦν
ἕνα χρόνο ὁ καθένας.
Ὁ Ἐτεοκλῆς, ὅμως, θέλει
νὰ μείνῃ κεῖνος βασιλιάς
μετὰ τὸν πρῶτο χρόνο
κ’ ἐξορίζει τὸν ἀδελφό του.
Κεῖνος πηγαίνει στοὺς Ἀργείους
καὶ μὲ ξένο στρατὸ γυρίζει,
γιὰ ν᾿ ἁρπάξῃ τὴν ἐξουσία.
Μόνος στὸ τέλος στέκει
ἀπέναντι στὸν Ἐτεοκλή.
Κι ὁ ἕνας ἀδελφός
σφάζει
τὸν ἄλλον.
Ἡ πολιορκία παύει
καὶ μεγάλη γιορτὴ
ξεκινάει γιὰ τὴ νίκη.
Βασιλιὰς πια:
ὁ Κρέων,
τῆς Ἰοκάστης ὁ ἀδερφὸς.
Τιμάει με χοές τον Ἐτεοκλῆ.
Καί… τὸν Πολυνείκη…
ἄθαφτο τὸν ἀφήνει –
Τροφή γιὰ σκύλους καὶ για ὄρνια.
Ὁ νόμος τῆς πόλης, ὁ βασιλιάς,
ὁρίζει
καὶ θὰ ὑπακούσουν ὅλοι!
Ἀλλιῶς…
θὰ χάσουν τὴ ζωή τους.
Νά, λοιπόν, τὰ πράγματα…
Ἱστορία, ποίκιλμα αἰματηρό.
Χρειάζεται ἀνάσα περσότερη
ἀπ’ ὅση ἔχει ὁ κήρυκας.
Κ᾿ ἔτσι, φτάνεις ξάφνου,
στὴ θέση δῶ ποὺ τώρα στέκεις,
καὶ ξεκινᾶς νὰ σκάβῃς
— ἀντίγνωμη στὸ βασιλιά—
τὴν ἱστορία τὴν αἱματοβαμμένη
που τίποτα δὲ συγχωρνᾶ·
ἐξηγεῖ μονάχα:
γιατί σὲ μιὰ θνητὴ ζωὴ
πρᾶμμα δύσκολο
νάβρῃς λόγο
γιὰ ὕπνο καὶ τροφή.