Ἡ ἄχνα

Ἀέρας ἐφύσηξε καὶ ἡ θύρα
ἔτριξε.
Ὡς μορφὴ νὰ ἐγλίστρισε αἰθερία.

Ζῶσα, ἰδία, ἀναλλοίωτος.

Ἐσάστισε,
ἐστάθη,
ἐκάθισε.

Ἅπαν ἦλθε πάλι εἰς νοῦν.
Ἀνεκάλυψε.
Τὴν στιγμὴν τῆς λύπης
καὶ μεγάλης ἐνοράσεως
ᾐσθάνθη τὴν ἰδίαν ἄχναν.

Ἐστράφη κ’ ἐκύτταξε.
Ἡ θύρα ἀκίνητος.

Ὅμως ἔξω ὡς κάτι νὰ ηὑρίσκετο.
Ἠφουγκράσθη: σιωπὴ τὸν ἐκύκλωσε.

Ἡ ἄχνα προσεπάθει.
Πάλιν ἡ θύρα
ἔτριξε.
Ἀλλὰ πῶς ν’ ἀνοίξῃ
ἄχνα μόνον ὅλον καὶ ὅλον
θύραν θεόκλειστον,
θύραν ἀμπαρωμένην;

Ἐφώναξε:
«Ἐσύ εἰσαι;»

Ἐφώναξε πάλι:
«Ἔλα ἐγώ τὰς λέξεις νὰ σοὶ δώκω.
Ἔλα, μὴ κρύπτησαι -σὲ γνωρίζω.
Ἔχω ζωὴν ὁλόκληρον
νὰ σοὶ ἐμπιστευθῶ.»

Ἐν κατηγορίαις: Ποιήματα

Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
22/10/2015· 2η ἐπεξεργασία: 03/10/2021
Ἀρέσκει μοι!     Κοινοποιήσατε
Προσωπικὸν ἱστολόγιον τοῦ Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου
© 2015-25 Θεοδόσιος Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἐκδόσεις ΘΑΠ
-