Ὁ ἀέρας φύσηξε
κ’ ἡ πόρτα ἔτριξε.
Νόμισε πὼς μιὰ μορφὴ
γλίστρισε ἀνάερη στὸ δωμάτιο.
Σὰ ζωντανή –
ἴδια κι ἀπαράλλαχτη!..
Σάστισε, στάθηκε, κάθησε…
Ὅλα ξανάρθανε στὸ νοῦ, θυμήθηκε,
ἀνακάλυψε
καὶ τὴ στιγμὴ τῆς λύπης
ἔνοιωσε τὴν ἴδιαν ἄχνα νάρχεται
ἀπὸ τὴν πόρτα πάλι… Γύρισε καὶ κοίταξε:
Ἡ πόρτα εἶχε κλείσει.
Κι ὅμως, κάτι στέκονταν ἀπέξω·
ἀφουγκράστηκε – σιωπὴ τὸν κύκλωσε.
Ἡ ἄχνα προσπαθοῦσε νὰ ξανάμπῃ στὸ δωμάτιο.
Μὰ πῶς νὰ σπρώξῃ
μιὰ ἄχνα πόρτα θεόκλειστη, βαριά;..
Τῆς φώναξε: «Ἐσύ εἰσαι;» – δέν ἀπάντησε.
Ξαναφώναξε: «Ἔλα ἐγώ τὰ λόγια νὰ σοῦ δώσω!
Ἔλα, μήν κρύβεσαι –
σὲ γνωρίζω.
Ἔχω ζωὴ ὁλόκληρη
νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ!»