Μικρή-στενάχωρη ψυχή,
σὲ καίει καὶ σὲ τυραννᾷ,
τὸ πάθος τὸ μεγάλο:
Τὰ πάθη τὰ δ ι κ ά,
οἱ ἄλλοι νὰ μ ή ν ταχουν.
Καὶ πῶς θὰ καταλάβω ἐγώ
ὅποιον δὲ μὲ κακολογεῖ,
δὲ βρίζει, δέ διαβάλλει; –
τὴ μέρα μου ὅσα ὁρίζουνε
ὅτι ἀπ’ τὸ νοῦ του λείπουν;..
Δὲν εἶναι ἄνθρωπος αὐτός!
Αἷμα στὶς φλέβες δέν κυλᾷ!
Θεὸς σωστός καὶ τρομερός
θὰ πρέπει νάναι βέβαια…
Ἢ κούτσουρο -ἀναίσθητο!
(Ἐκεῖνο, ἰδίως, τὸ στερνὸ
μοῦ στέκει χρήσιμο πολύ
τὸ βράδυ νάχω ὕπνο…)