Ἁπλώνεται ἡ ἔρημος στὸ ἄπειρο, κενώνοντας τὸ ἐπέκεινα·
δὲν ἔχει μέρα -δὲν ἔχει νύχτα ἡ ἔρημος -καλό, κακό καιρό·
μονάχα ἄμμο καφτὴ καὶ παγωμένη, πελώριες ἀμμοθίνες
ἔχει ἡ ἔρημος νὰ σοῦ σκίζῃ τὰ πέλματα στὴν ἀμμοθύελλα,
νὰ σοῦ τρυπάῃ τὴν καρδιά ὅταν φτάνῃ ἀπὸ τὶς φλέβες,
τὸ λογισμό νὰ σοῦ ματώνῃ σὰ νἆναι γυαλὶ αἰχμηρό
σὲ κομμάτια μύρια μυριάδων σπασμένο,
ν’ ἀντανακλάῃ τὸν ἀδέκαστο ἥλιο –
αὐτό, αὐτό εἰναι ἡ ἔρημος.
Καὶ κάθε στιγμή, ἀπὸ μακριά, νὰ σοῦ ΄ρχεται ἦχος ἐκκωφαντικὸς
ἀπὸ πομπὴ μεγάλη μ’ ὁράματα, αἰσθήσεις-παραισθήσεις·
ἅρματα μεγάλα κ’ ἐπιβλητικὰ μὲ ὀπτασίες κ’ ἐπιθυμίες
ποὺ τάζουνε χίλιες ζωὲς γιὰ νὰ σοῦ πάρουνε
— ἄχ νὰ σοῦ ἁρπάξουνε! — τὴ μία τὴ δική σου,
νὰ τὴν ἀλλάξουνε, νὰ τὴν ἐλέγξουνε,
νὰ τὴ στρεβλώσουνε, νὰ τὴν ἐξουσιάσουν·
καὶ λέν καὶ λέν κ’ ὑπόσχονται ἀσταμάτητα –
αὐτό, αὐτό εἰναι ἡ ἔρημος.
Βαστᾶς ἐσὺ στὸ χέρι τὸ σημάδι καὶ ξορκίζεις·
λυγίζεις τὸ πόδι στὴν ἄμμο -ματώνει κεῖνο -κόβεται·
τὸ χέρι τ’ ἄλλο πίσω νὰ σταθῇς -νὰ μήν ἐνδώσῃς –
ποτέ, ποτέ νὰ μὴν ἐνδώσῃς – νὰ βαστήξῃς –
προσεύχεσαι συνέχεια στὰ τέσσερα σημεῖα –
προσεύχεσαι κι ἀκούγεσαι στὴν ἔρημο σου ὅλη:
Νὰ μήν τοὺς δώσω πέρ’ ἀπὸ κεῖνα τὰ σωστά·
νὰ μήν τοὺς δώσω ὅ,τι ζητοῦν μόνο γιατὶ τὸ θ έ λ ο υ ν! –
αὐτό, αὐτό εἰναι ἡ ἔρημος·
τὸ βάρος σου κ’ ἡ λύτρωσή σου.