Κατὰ τὸ ἰδίωμα τοῦ Ἔρνστ Γιάντλ.
Ὁ μαέστρος σηκώνει τὴν μπαγκέττα του -ἡ ὀρχήστρα κουνάει πέρα-δῶθε τὰ ὄργανά της. Ὁ μαέστρος ἀνοίγει κάπως τὸ στόμα του -ἡ ὀρχήστρα οὐρλιάζει φανατισμένη κρεμόμενη ἀπ’ τὰ χείλη του. Ὁ μαέστρος χτυπάει τὴν μπαγκέττα -ἡ ὀρχήστρα κομματιάζει τὰ ὄργανα καὶ τὰ τσαλαπατάει, σπάζει τὰ ξύλινα, τσαλακώνει τὰ χάλκινα, σκίζει τὰ τύμπανα καὶ πετάει τὰ πλῆκτρα τοῦ πιάνου σὰ ροδοπέταλα στὸ μαέστρο της. Ὁ μαέστρος ἁπλώνει τὰ χέρια του -ἡ ὀρχήστρα, ἐρεθισμένη, πιάνει τὸ χῶρο δεξιά-ἀριστερὰ παραταγμένη κ’ ἕτοιμη. Ὁ μαέστρος κατεβάζει τὸ κεφάλι του -ἡ ὀρχήστρα ψάχνει ναὔρῃ πάτωμα νὰ πατήσῃ στὸ κενό. Ὁ μαέστρος ἱδρώνει ἀπὸ τὰ πολλά..- ἡ ὀρχήστρα παλεύει μ’ ὁρμητικές ὑδάτινες μᾶζες καὶ κάποιοι «ψαρεύουνε» στὴν ἄκρη. Ὁ μαέστρος κοιτάει καταπάνω -ἡ ὀρχήστρα φωνάζει στὸν οὐρανό, κράζει καὶ καλεῖ, ψάχνει νὰ βρῇ στὰ σύννεφα ὅ,τι ἔχασε στὴ γῆ ἐπάνω. Ὁ μαέστρος ἔχει ἁρπάξει φωτιά ἐπὶ τέλους ἀπὸ τὴν πολλή του ἐργασία -ἡ ὀρχήστρα λειώνει χάμω σὰν κερί…
Ἡ ὀρχήστρα ἀναμένει τὴν ἑπομένη κίνηση τοῦ μαέστρου της: Κεῖνος ξύνει τ’ ἀπαυτά του -μεμιᾶς, τὰ δικά της ξεριζώνει αὐτὴ καὶ στέκει χαρούμενη κ’ εὐνουχισμένη μὲ τὰ «ὄργανά» της στὰ χέρια.