Ὁ Κόσμος ξεδιπλώνεται
σὰν ἕνα μονοπάτι
μέσα στὴ συνεχῆ ροή του
ποὺ πάνω του βαδίζουμε
ἀφήνοντάς του χνάρια·
κάθε μας πράξη, βῆμα
καὶ κάθ’ ἀνάσα μας
στὸ χῶμα του πατημασιά.
Ἀφοῦ ἡ ἀπόκρυψη ἀποτελεῖ
πρᾶμμα ξέχωρο κι ἀνοίκειο
ἀπ’ ὅσα εἰναι νὰ κρύψῃ,
δὲν καταφέρνει καὶ πολλά·
τὸ δεύτερο τὸ χνάρι
δὲ γράφεται στὴ θέση
πούχει σταθῆ τὸ πρῶτο·
ἄντε τὸ πολύ-πολύ,
λίγη σκόνη νὰ σηκωθῇ
τὸ βλέμμα νὰ θολώσῃ.
Ὅμως, θάρθ’ ἡ στιγμὴ
ποὺ θὰ φανοῦν τὰ πάντα.
Τότε, ἡ ἀπόκρυψη
τίποτα δὲ θὰ κρύβῃ·
θὰ φανερώνῃ μοναχά
περσότερα γιὰ τὸν ἐκτελεστή.
Ὥσπου μιὰ τρυφερὴ στιγμὴ
τοῦ Κόσμου οἱ κυματισμοὶ
θὰ σβήσουν κάθε πόνο.