Πολλά εἰναι τὰ πράματα
καὶ πόσα τους τὰ ὀνόματα·
ποῦ νὰ τὰ μάθω ὅλα;..
Καὶ πιάσαν νὰ τ’ ἀλλάζουνε –
τὰ ὀνόματα· τὰ πράματα
δὲν εἶναι τοῦ χεριοῦ τους.
Κ’ ἔχουνε στὸ κεφάλι τους
ὅτι μὲ νέα ὀνόματα
ἀλλάζουν καὶ τὸν Κόσμο…
Ψάχνουνε καὶ στοχάζονται
πῶς νὰ μετονομάσουνε
τὸ θάνατο, τὴ ζήση.
Ἐμπρός! Ἀκούω… Πῆτε μου…
Καὶ δῆτε ἂν κιόλας ὕστερα
ἦρθαν τὰ πάνω κάτω:
τό ΄να συνήθως πά’ στὴ γῆ
καὶ τὸ ἄλλο πάντα μέσα.