Ρωτάει ὁ κότσυφας
τὸ βράχο τὸν ἀγέρωχο:
«Βράχε ἀνάλλαγε,
γιά κοίτα γύρω σου:
Ὁλοῦθε κίνηση· παντοῦ
τὰ πάντ’ ἀλλάζουν.
Ἐσύ, γιατί στέκεις
μόνος κι ἀμετακίνητος
στοῦ Κόσμου τὴ ροή
π’ ὅλα τὰ γυρίζει;..»
Κι ὁ βράχος ἀπαντάει
μὲ περισσή στοργή:
«Καλέ μου κότσυφα,
φίλε ἀπὸ τὰ παλιά,
πούρχεσαι πάνω μου
λίγο νὰ ξαποστάσῃς,
ἀκόμα καὶ τὸ πάτημα
τῶν ἐλαφρῶν ποδιῶν σου
πληγές μοῦ σκάβει ἀργά-ἀργὰ
στὴν πέτρα τοῦ κορμιοῦ μου.»