Γοργὰ ρωτάει ὁ κότσυφας
τὸν βράχο τὸν ἀγέρωχο:
Βράχε μου σύ, ἀνάλλαγε,
ὁλοῦθε γύρω κίνηση·
τὰ πάντα γύρω ἀλλάζουνε.
Ἐσύ, λοιπόν, πῶς στέκεσαι
μόνος κι ἀμετακίνητος
μές στὴ ροὴ τοῦ Κόσμου;
Κι ὁ βράχος δίνει ἀπάντηση
ἀργὰ μεσα στὸ τρίξιμο:
Γιά δές, καλέ μου κότσυφα,
ὡς πάνωθέ μου κάθεσαι,
ποὺ τὸ ἐλαφρύ σου πάτημα,
σημάδι πάνω ἀφήνοντας,
ἀργὰ σκαβει τὸ δέρμα μου
μὲ τὴ σκληράδαν ὅλη.
Ἡ μιά στιγμὴ τῆς ζήσης μου
δικές σου χίλιες μύριες.
Ἀλλ’ ἴδια ξαναχάνομαι
καὶ θρυψαλιάζω ὁλόιδια
ἄμμος κ’ ἐγὼ νὰ γίνω.