Γιὰ τὸν Πλάτωνα, ἡ γραφὴ λειτουργεῖ ὡς ὄργανο ὑπενθύμισης βιωμένων. Παρὰ ταῦτα, στὰ σχολεῖα, λόγῳ ἀνεπάρκειας τοῦ διδάσκοντος ἢ μή ἀγαπητικῆς σχέσης μὲ τὸ ἀντικείμενο, τὰ παιδιὰ μεταχειρίζονται συχνὰ τὰ βιβλία σὰν τηλεφωνικοὺς καταλόγους· ἀδυνατοῦν νὰ σταθοῦν στὸ συγκεκριμένο καὶ νὰ στοχαστοῦν ἀνασύροντας παραστάσεις ἀπ’ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία, συνδέοντας τὸ δικὸ μὲ τὶς γενικώτερες ἔννοιες καὶ κατακτήσεις τοῦ Πνεύματος.
Ἔτσι, λοιπόν, σὰν τὸ παιδὶ γίνῃ ἄνθρωπος ὑπεύθυνος καὶ κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀντανακλαστικὰ πλησιάζει κάθε βιβλίο σὰ νἆταν κεῖνο ρετσέττα ἢ ἀπάνθισμα εὔπεπτων (μὰ τοξικώτατων) ἐπιφυλλίδων καὶ κοσμικῶν στηλῶν. Τὸ σωστό βιβλίο, ἐκεῖνο ποὺ μέσα του κρύβει σοφία καὶ γνώση αἰώνων, δέν ξέρει τί νὰ τὸ κάνῃ..- ἀπὸ ποῦ νὰ τὸ πρωτοπιάσῃ! Σύντομα, θὰ τὸ παρατήσῃ ὡς κάτι ἐπιτηδευμένα δύσκολο κι «ἀκαταλαβίστικο». Σπεύδει τότε ὄχι στὸ λακωνικό — τὸ ἀληθινά λιτὸ κι ὀλιγόλογο –, ἀλλὰ στὸ ἀποκρύπτον καὶ κακοδιατυπωμένο. Ἐκεῖ πιὰ βολεύεται: Ἡ κριτική του ἱκανότητα εὐνουχίζεται μὲ τακτικὰ χειρουργεῖα χωρίς ἀναισθητικό· ἡ αἰσθητική του διαπαιδαγώγηση περιστέλλεται. Ἐν τέλει, ἀδυνατεῖ ν’ ἀντιμετωπίσῃ τὶς κακουχίες τοῦ βίου του, γιατὶ ποτέ δὲν ἔμαθε νὰ παρατηρῇ συστηματικά, νὰ καταγράφῃ, νὰ ἐπεξεργάζεται καὶ νὰ καταλήγῃ σὲ συμπεράσματα ζωτικὰ γιὰ τὴν ὕπαρξή του. Δέν κατάλαβε πὼς ὁ Πολιτισμὸς ἀποτελεῖ ἀνάχωμα στὴ βαρβαρότητα τῶν καιρῶν· νομίζει πὼς εἶναι μονάχα μιὰ «δαντελένια καλλιέργεια γιὰ σαλόνια καὶ κομψευόμενους».
Καθὼς συναντάῃ τὴν πραγματικὴ παιδεία, στέκει ἐνεός· ἀνίκανος, λοιπόν, νὰ τὴν οἰκειωθῇ, τὴν κατατάσσει αὐτόματα σὲ μιὰ σφαῖρα ὑπερβατικῆς φύσεως: Ἀρχίζει νὰ τὴν λατρεύῃ σὰν κάτι ἄφταστο καὶ «θεϊκό» (μὲ τὰ φανατικώτερα συνακόλουθα τῆς λέξης) ἢ νὰ τὴ δαιμονοποιῇ ὡς ἀσύνδετη μὲ τὸν Κόσμο καὶ βλαπτικὴ γιὰ κάθε ζωική του διάσταση..- καταντάει νὰ τὴν ὀνομάσῃ — ἐκείνη: τὴν πηγὴ ζωῆς καὶ χαρᾶς μές στοὺς αἰῶνες — ἐχθρὸ τῆς ζωῆς! Μ’ ἄλλα λόγια γίνεται εἴτε μωροσχολαστικός, εἴτε ἀγροῖκος· ἀκολουθοῦν ἀστραπιαῖα ἡ μισαλλοδοξία, ἡ περιχαράκωση τῆς σκέψης, ἡ κακογουστιά, ἡ πλήρης παράδοση στὰ πάθη, ἡ ἐν γένει ἀκρισία.
Τὰ παραπάνω δέν θὰ ἐξαφανίζονταν πλήρως ὡς φαινόμενα ἀπὄνα δάσκαλο μ’ ἑδραία παιδεία καὶ παιδαγωγικὴ ἐπάρκεια. Ὅποιος ὑποστηρίξῃ μιὰ τέτοια ὑπερβολή, προσφέρει ἐξίσου κακήν ὑπηρεσία μὲ τὸν ἀπαίδευτο κι ἀμαθῆ. Ὅμως, ἡ γυμνασιακὴ βαρεμάρα θὰ περιστελόταν κατὰ πολύ! Καὶ νά τί θὰ σήμαινε αὐτό:
Κάθε φορὰ ποὺ θὰ ξεστόμιζε ὁ δάσκαλος ἕνα γραμματικὸ κανόνα, ἕνα μαθηματικὸ θεώρημα ἢ ἐκτελοῦσε παραδειγματικὰ μιὰ σωματικὴ ἄσκηση, ἄν, προηγουμένως, θυμοῦνταν τὰ δικά του βάσανα καὶ τὶς προσωπικές του ἀδυναμίες, θὰ συνέδεε αὐτόματα τὸ γράμμα καὶ τὴν πνευματική/σωματικὴ οἰκονομία μὲ τὴ ζωή· θἄδινε μιὰν ἀφορμὴ ἐμπάθειας στὸ μαθητή, γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ στὸ λαβύρινθο τῆς Γνώσης (ποὺ περιέχει ὡς ὑποσύνολο τὴ σωματικὴ ὑγεία). Ἀντὶ ν’ ἀναλύῃ στεῖρα κι ἄτσαλα ἕνα ποίημα μὲ τὰ φιλολογικὰ ἐργαλεῖα, ποὺ ποτέ του δὲν κατέκτησε εἰς βάθος, μὰ συζητοῦσε μ’ εἰλικρίνεια καὶ γενναιότητα πνεύματος κάθε ἀπόληξη τῆς σκέψης τοῦ δημιουργοῦ ἐπιστρέφοντας ἀκάματα στὸ γράμμα, στὸ συγκεκριμένο τῆς ἀνάσας καὶ τῆς λέξης (τόσες φορὲς ποὺ λειτουργικὰ νὰ τὸ ἀποστηθίσουν πιὰ οἱ μαθητές, δηλαδὴ νὰ τὸ βάλουν βαθειά μές στὰ σωθικά τους -στὶς φρένες ποὺ πρέπει πάντα νἆναι σῶαι),.. ἀντὶ νὰ παραθέτῃ ἕνα γεωμετρικὸ πόρισμα περνῶντας ἀπευθείας σὲ περιπτωσιακὰ παραδείγματα κι ἀσκήσεις «τραβηγμένες ἀπ’ τὰ μάλλια», μὰ ἔδινε τὴν ἱστορικὴ διάσταση τῆς ἀφηρημένης μαθηματικῆς σύλληψης μὲ μιὰ σαφῆ εἰκόνα τῆς, ὅσο εἶναι δυνατόν, κοινῆς ἐποπτείας,.. τότε ὁ δάσκαλος θ’ ἀξιωνόταν τὸ μέγιστο λειτούργημα: τοῦ ἱερουργοῦ τῆς Μνήμης.
Οἱ ἀρχαῖοι ποιητὲς δοξάζονταν ὡς παιδαγωγοὶ τοῦ λαοῦ, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτό ἔπρατταν: Μὲ τὴ δύναμη τῆς Τέχνης τους, κατάφερναν πυκνὲς συσχετίσεις μ’ ἀπόληξη τὸν Κόσμο, μετουσιώνοντας τὰ δικά τους παρελθόντα καὶ βιωμένα σὲ καθολικὴ ἐμπειρία τοῦ δήμου. Μοῖρα τῶν δημιουργῶν καὶ τῶν δασκάλων εἶναι νὰ τρέχουν μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ ἠλεκτρικοῦ σήματος μές στὸ νευρῶνα, πλάθοντας τον συνάμα -ἐκεῖ, στ’ ἀκρώρεια ποὺ δέν ἔχει ἀκόμα φτάσει τὸ «νευρικὸ σύστημα» ὁλάκερης τῆς Ἀνθρωπότητας. Ἐπειδὴ ὁ πόνος ἀποτελεῖ συναγερμό γιὰ κάθε μορφὴ ζωῆς, διδάσκουν κιόλας καινούργιους πόνους, ἀσύνειδους πριν, οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς εὐαισθησίας κι ἀντίληψης, ἁπτομένου φωτὸς ἐλπίδος πὼς κάποτε κάποιος — ἴσως ἕνας μόνο (μὰ καὶ πάλι ἀρκετός) — ἐξέλθῃ τῆς ἀσυνειδησίας καὶ γιατρέψῃ τὸ μυστικό, κυκλωτικό μας βάσανο.