[Κείμενο ἀπό: Greek lyric, edited and translated by David A. Cambell, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambdrige, Massachusetts-London, England, 1988, II: Anacreon, Anacreontea, Early choral lyric, σελ. 218-9.]
Ὅταν πίνω τὸν οἶνον,
Ὅταν πίνω τὸ κρασί,
εὔδουσιν αἱ μέριμναι.
πᾶν τὰ φαρμάκια κάτω
[ἀκριβέστερα: κοιμοῦντ’ οἱ μέριμνες].
Τί μοι πόνων, τί μοι γόων,
Τί γιὰ μέ, οἱ πόνοι ; Τί γιὰ μέ τὰ βάσανα;
τί μοι μέλει μεριμνῶν;
Ἐμένα τί μὲ μέλει;!
Θανεῖν με δεῖ, κἂν μὴ θέλω·
Κι ἂς δέν τὸ θέλω, θὰ πεθάνω!
τί τὸν βίον πλανῶμαι;
Τί νὰ σκοτίζωμαι γιὰ τὴ ζωή;
Πίωμεν οὖν τὸν οἶνον
Ἂς πιοῦμε τὸ κρασὶ λοιπὸν
τὸν τοῦ καλοῦ Λυαίου·
τοῦ καλοῦ τοῦ Διόνυσου,
ποὺ μᾶς λυτρώνει ἀπὸ πίκρες καὶ καημούς
[ἀπόδοση τοῦ ὀνόματος Λυαῖος],
σὺν τῷ δὲ πίνειν ἡμᾶς
γιατί, σὰν τὸ πίνουμε,
εὔδουσιν αἱ μέριμναι.
πᾶν τὰ φαρμάκια κάτω.