Ὅ,τι μᾶς καίει καὶ μᾶς θλίβει τούτη τὴν ὥρα,
σὰν ἡ στάχτη κατακάθησε καὶ καθὼς εἴδαμε
πὼς ἐξέλιπεν τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς,
πὼς τὸ χῶμα κάτω ἀπ’ τὰ πόδια στέκει στέρεο -ἀκόμα,..
ὅ,τι, λοιπόν, μᾶς καίει καὶ μᾶς θλίβει πιά — κατόπιν τετελεσμένων… —
εἶναι ἡ ὀμορφάδα ἡ ἄγρια, ἡ ἀπερίγραπτη κι ἀδόκητη τῆς Φύσης
μὲ τὰ θεόρατα τὰ δέντρα, μὲ τοὺς χείμαρρους, τοὺς ποταμούς,
τὰ κορφοβούνια, τὶς κοιλάδες, τὰ περάσματα τὰ ὁλόστενα,
τὶς ἀετοφωλιές καὶ τὰ ζαρκάδια μαζὶ μὲ τὰ τιτιβίσματα καὶ τὰ τζιτζίκια·
μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὰ παιδιά του, τὶς βόλτες του στὴν ἐξοχή,
τὰ τραγούδια καὶ τὰ κιόσκια μές στὸ δάσος γιὰ τὸν ὀδοιπόρο·
τὰ τσιμέντα καὶ τὶς βίλες μές στὰ πεῦκα γιὰ τὸν ἐργολάβο,
τὰ πλήθη τῶν ψήφων ἀπ’ τούς «χτίστες» κι ὅλων τῶν ζωντανῶν
ποὺ στήνουν παντοῦ καὶ πάντα σκιάχτρα «βαρυπενθοῦντα»
γιὰ τοὺς νεκροὺς πουφύγαν (καὶ πῶς νὰ τὰ ξαναστήσουν κεῖνοι πιά;) –
τὴν ἴδια αὐτή, ἢ κάποιαν ἄλλη «τάξη» ποὺ ἐπίσης θὰ πενθήσῃ,
ὅταν θάπρεπε ἁπλᾶ καὶ μόνο λογικά νὰ ἐ ν ε ρ γ ή σ ῃ –
νὰ σῴσῃ καὶ νὰ σώσῃ τοῦ χρόνου τὴ δεκάτη ἀπ’ τὰ καμένα
(σὲ γῆ ἀπάνω, ἄδεια ἀπ’ ἀνθρώπους, κοράκια δέν πληρώνουν)
τιμῶντας τόν «πενιχρό» μισθό — τῆς πείνας πράματ’ ἀδερφέ!.. —
ποὺ νωχελικὰ κατασπαράσσει μές στούς «ὀλύμπιους ναούς»
τῶν νησιῶν μὲ τὸν ἑλληνικὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴ θάλασσα
καθὼς ἐκείνη ἀνοίγεται πέρα στ’ ἄπειρο ἑνὸς τοπίου μεταφυσικοῦ,
ὅπως… καὶ μὲ τὴν ἐλαφράδα τὴν ἀπύθμενη τῶν ψηφοφόρων-«σερβιτόρων» της,
τῶν ψηφοφόρων-«συνδειπνούντων» στὴν τράπεζα τῆς «δόξης» της,
τῶν ψηφοφόρων-«οἰκοδόμων» της -τοῦ Γιοφυριοῦ τῆς Ἄρτας
π’ ὁλημερὶς τὸ χτίζανε, τὸ βράδυ ἐγκρεμιζόταν,
π’ ὁλονυχτὶς σοβάτιζαν, μὲ τὴν αὐγὴ καιγόταν,
π’ ὅλο συχνὰ στὰ χαμηλὰ ψυχὴ καλὴ χτιζόταν.
Ὅλ’ αὐτὰ μᾶς καῖνε καὶ μᾶς θλίβουνε τὴν ὕστατη τὴν ὥρα·
κι ἄλλη δέν εἰναι παρὰ τοῦ ἀ π ο λ ο γ ι σ μ ο ῦ:
δεκαετιῶν, γενεῶν, «θεσμῶν», καρδιᾶς καὶ τρόπων.