Μιλοῦσα κάποτε μὲ τοὺς δάσκαλούς μου στὰ Μαθηματικὰ καὶ τοὺς ρωτοῦσα πῶς ὁ νοῦς συλλαμβάνει τὴν ἀπόδειξη ἑνὸς θεωρήματος -ὄχι πῶς τὴ διατυπώνει, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐργασία τῆς Λογικῆς καὶ τῆς τεχνικῆς ἐξάρτυσης τοῦ ἑκάστοτε πεδίου, μιᾶς ἀναγκαίας δηλαδὴ συνθήκης ἀλλὰ ἐπ’ οὐδενί ἱκανῆς. Ρωτοῦσα, λοιπόν, ἐπίμονα, πῶς φτάνει κάποιος νὰ δ ῇ τὸ μονοπάτι, ὄχι τὸν τρόπο γιὰ νὰ τὸ β α δ ί σ ῃ. Ὁ ἕνας μοῦ ἀπάντησε ὅτι ἀπαιτεῖται πίστη, ὁ ἄλλος πὼς εἶν’ ἀπαραίτητη μιὰ ὑπέρβαση καθαρὰ ψυχολογικῆς ὕφης.
Διάβαζα τὶς προάλλες ὅτι, προτοῦ ὁ Γκοτάμα φτάσῃ στὴ Φώτιση, πέρασε ἡ ψυχή του μιὰν ἀπειρία σχεδὸν μετενσαρκώσεων. Κάποτε, σ’ αὐτὴ τὴ μακρὰ προεργασία, ἄρχισε ὁ μποντισάτβα (=ὁ μέλλων ἀφυπνισμένος) νὰ προαισθάνεται ὅτι θὰ γίνῃ Βούδας. Ὅμως, ἀκόμα δέν εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ τὸ δηλώσῃ στὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό του. Ὅταν πιὰ ὡρίμασε, ἔβγαλε, μὲ π ί σ τ η γιὰ τὴ φύση του, βρυχηθμὸ λιονταριοῦ: Θὰ γίνω Βούδας! Κ’ ἔγινε…
Ὁπότε, πρὶν ἀπὸ κάθε δημιουργία καὶ σύλληψη ἄξια λόγου προηγεῖται ἡ πίστη κ’ ἡ ὑπέρβαση -ἔνας γενναῖος βρυχηθμὸς πρὸς τὴν Αἰωνιότητα.