Πρωτοαντίκρυσα μαθηματικὴ ἀπόδειξη τὴν εἶχα στὸ Γυμνάσιο -ἔφηβος τότε… Ἔπρεπε νὰ κατανοήσω ἕν’ ἀπ’ τὰ πρῶτα τῆς Εὐκλειδείου Γεωμετρίας: ὅτι οἱ παρὰ τῇ βάσει γωνίες ἑνὸς ἰσοσκελοῦς τριγώνου εἶναι ἴσες ὅπως τὰ «σκέλη» του, οἱ δυὸ ἴσες του πλευρές. Μελέτησα, κατενόησα. Ὅμως, παρέμενε τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: «Καὶ πῶς θὰ καταφέρω ἐγώ πιὰ ν’ ἀποδεικνύω ὅ,τι ἀναγκαῖο;.. Δίχως τὴν καθοδήγηση τοῦ δασκάλου μου, μὲ ποιόν τρόπο θὰ προσεγγίζω ὅσα χρειάζονται ἀπόδειξη;» Ἀργότερα διδάχτηκα καὶ κατέκτησα τεχνική — τρόπους δομημένους καὶ συστηματικοὺς πά’ νὰ πῇ –, γιὰ νὰ προσεγγίζω τὴ διατυπωθεῖσα πρόταση. Τὸ ἐρώτημα παρέμενε καὶ πλάταινε καὶ βάθαινε: Ὄχι μόνο πῶς κατορθώνεις μιὰν ἀπόδειξη, ἀλλὰ καὶ πῶς φτάνεις στὴ σύλληψη τῆς ὑπόθεσης.
Μὲ τὰ χρόνια διαπίσωσα ἕναν ψυχικὸ μηχανισμὸ προσέγγισης, οἰκείωσης καί, τελικά, ὑπέρβασης. Ἔρχεσαι σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀντικείμενο, τὸ σπουδάζεις, τὸ κοιτᾶς ἀπ’ ὅσες μεριὲς σοῦ ἐπιτρέπει ἡ διάνοιά σου καὶ τὸ προσβάσιμο ὑλικό· περνάει ὁ χρόνος κ’ ἡ ἀρχικὴ πληροφορία γίνεται κομμάτι, μέρος τῆς σκέψης σου, κάτι ξεκάθαρο καὶ γνώριμο· περνάει κι ἄλλο ὁ χρόνος καὶ συνειδητοποιεῖς πὼς σ’ ἀντίστοιχα ζητήματα, αὐτόματα, ἀνταποκρίνεσαι θεμελιώνοντας ἐπαρκῶς τὸ συλλογισμό σου (ἢ καὶ προχωρῶντας σ’ ὑποθέσεις νέες), γιατὶ τὰ σπουδαγμένα εἶσαι πιὰ ἐσύ. Ὅταν ἄρχισα ν’ ἀσχολοῦμαι μὲ τὶς γλῶσσες μεταφράζοντας ἢ γράφοντας ὁ ἴδιος πρωτογενῶς, καθὼς καὶ τὸ Θέατρο, κατέληξα ξανά στὴν παραπάνω διαπίστωση: προσέγγιση – οἰκείωση – ὑπέρβαση.
Τώρα, σὰ γερνάω κι αὐξάνεται ἡ ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων, ἴδια διακρίνω κ’ ἐκεῖ. Ξεκινάει ἡ ποιότητα τοῦ ἄλλου ἄγνωστη· τὴν κοινωνεῖς σπουδαστικά· τὴν οἰκειώνεσαι -νοιώθεις τὴν ὕπαρξή του δικιά σου σχεδὸν ἔκταση· τὴν ὑπερβαίνεις ἔπειτα καθιστῶντας την μέρος σου –σάρκα ἐκ τῆς σαρκός σου καὶ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματός σου. Ἡ ὑπέρβαση εἶναι μιὰ ἐπεκτατικὴ ψυχικὴ πορεία· ἡ ἐννόηση ἀκριβῶς κ’ ἡ βεβαίωση πὼς τὸ πρὶν ξένο σύνολο ἔγινε ὑποσύνολό σου. Αὐτό συμβαίνει σ’ ὅλα τὰ προηγούμενα.
Ἡ περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου παρουσιάζει, ὅμως, μιὰν ἰδιαιτερότητα, καθὼς ὑπάρχει τὸ αὐτόβουλο καὶ τὸ πρωτόγονο (ὄνομα καὶ πρᾶμα ἐδῶ) ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης. Ὅταν ἔχῃ ἐπιτελεστῆ ἡ διαδικασία κι ὁ ἕνας ἔχει γίνει ὑποσύνολο τοῦ ἄλλου, κατὰ τὴν πνευματικὴ δύναμη τοῦ καθενός (σχεδὸν ποτέ δὲν ὑφίσταται ἰσοδυναμία), μποροῦν νὰ προχωρήσουν οἱ δύο (κατ’ ἐλάχιστον) στὴ συγκρότηση ἑνότητας, δηλαδὴ σ’ ἕνα εἶδος ἀλληλοπεριχώρησης. Συνήθως, ὅμως, δέ γίνετ’ ἔτσι, γιατὶ ὁ ἀσθενέστερος πνευματικά — ἀντιδρῶντας ἀντανακλαστικά, ἄμεσα κι ἀσύνειδα τὶς περισσότερες φορές — ἀντιλαμβάνεται πώς, μές σὲ μιὰ τέτοια ἑνότητα, ἴσως ἡ δικιά του ἑτερότητα θάχῃ δεύτερο λόγο ἐξαιτίας τῶν ἐξωγενῶν παραγόντων. Ἐκειμέσα, ἢ θ’ ἀφεθῇ νὰ διαλέξῃ ἢ θὰ τοῦ ἐπιβληθῇ κάτι βίαια… Αὐτά γίνονται συνεχῶς μεταξὺ συνεργατῶν, φίλων, ἐρωτικῶν συντρόφων, πολιτικῶν συνοδοιπόρων, συμμάχων…
Μοιραῖα, ἡ στιγμὴ τῆς κρίσεως φτάνει πάντα. Καὶ τὸ πρόβλημα εἶν’ ὁ «περιεχόμενος», ὄχι ὁ «περιέχων», ἀκόμα κι ἂν ὁ δεύτερος φανῇ βάναυσος. Πάντα, τὸ πρόβλημα εἶν’ ἡ ἔλλειψη, ὄχι τὸ πλεόνασμα. Ἡ ἔλλειψη διαρκῶς ἀπεργάζεται τρόπους καὶ σκαρφίζεται σοφιστεῖες γιὰ νὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὸ γεγονός: Ὑπέρβαση ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσῳ τοῦ πλεονάσματος κ’ ἡ ὑπέρβαση ἀποτελεῖ ὅρο ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν πραγμάτων. Διαβάζω πὼς τάχα Τέχνη εἶν’ ἡ ἔλλειψη τοῦ καθενὸς καὶ πὼς ὁ ἐλλειματικὸς τάχα δημιουργεῖ. Ἀμέσως μὲ πιάνουνε τὰ γέλια καὶ θυμᾶμαι τὸν περατάρη Χάρο, τὸ κουπί, τὸν κυνικὸ φιλόσοφο καὶ τὴ ρήση τοῦ Λουκιανοῦ: Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος..- ὅλα τ’ ἄλλα: παρηγοριὰ στὸν ἄρρωστο ὡσότου βγῇ ἡ ψυχή του… Θ’ ἀντιτείνῃ κάποιος πὼς δὲν ἔχει ὑπάρξει θνητὸς δίχως ἔλλειμα… καὶ θάχῃ δίκιο. Μὰ ἡ ὅποια δημιουργία του προέρχεται ἀπ’ τὸ πλεόνασμα καὶ τὴν ὑπέρβαση στὸ σχετικό, ὄχι τὸ ἔλλειμα καὶ τὴν ἐμμονή του στὸ μή σχετικό. Βεβαίως, γιὰ νὰ μήν ὁμολογήσῃ ὁ δημιουργὸς πὼς ἡ μετατόπιση κι ὁ κόπος του στὸ ἐπὶ μέρους τὸν κατέστησε ἱκανόν, ἐξυψώνει ἀκόμα καὶ τὸ στραβό του περισῴζοντας τὸ παληὸ καὶ ράθυμο -τὸ θεωρούμενο κάκιστα ὡς κατ’ ἐξοχὴν ἑαυτό του.
Ὁ ἐλλιπής, λοιπόν, θ’ ἀκολουθήσῃ ὅ,τι ἤδη ἀναφέρθηκε, μὰ ὁ ἄλλος ἔχει μεγαλύτερη εὐχέρεια κινήσεων ἀκόμα καὶ στὴν ἄρνηση τῆς ἑνότητας: Δύναται ν’ ἀντικρύσῃ κατάματα τὸ ἐνδεχόμενο τῆς φυσικῆς ἀποξένωσης, καθὼς ἐσώτατα κάτι τέτοιο δέν ὑφίσταται· περιέχει ἤδη μέσα του, ὅσο τὸ κατάφερε, τὸν ἀπέναντι -πῶς ν’ ἀποξενωθῇ μὲ τὸ περιεχόμενό του;.. Γιατὶ ἡ ὑπέρβασή του βεβαιώνει καὶ τὴν πνευματική του ὑγεία. Φαινομενικά, στέκει μόνος· οὐσιαστικά, ὑπερέβη τὴ μονωσή του καὶ παραμένει κοινωνός, ἐνῷ ὁ πρῶτος νοιώθει τὸ λειψό του πνεῦμα σὰν ἀκρωτηριασμένο σῶμα καὶ συνεχῶς αἰσθάνεται κνησμὸ στὸ δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ πούχασε στὴ μάχη μὲ τὰ πάθη του…