Ἆ ρὲ πατέρα, τί ἐτραύηξες
στὰ τόσα τοῦ βίου σου
καὶ τί τραυᾶς ἀκόμα
μὲ τὸν γυιὸ ποὺ σοῦ ἔλαχε!..
Ἐχθὲς τὴν νύκτα, σὰν ἐκεῖνος
ἐξάπλωσε στὸ κρεβάτι,
ἔνοιωσε λίγο τοῦ βάρους
ποὺ τόσους χρόνους σηκώνεις.
Ἐχθὲς τὴν νύκτα, σὰν ἔκαμε
καὶ τὸ πλευρό του ἐγύρισε,
ὁ «νέος» ὡς νὰ ἐξεμύτισε
ἐκ τῆς μήτρας τῆς μάννας του.