«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»...

Θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ

Δὲ φιλοσοφεῖ κανείς ἀπ’ τοὺς θεούς,

οὐδ᾽ ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι

μήτ’ ἐπιθυμεῖ σοφός νὰ γίνῃ,

—ἔστι γάρ—

γιατ’  ε ἶ ν α ι·

οὐδ᾽ εἴ τις ἄλλος σοφός,

οὔτε σοφὸς κανένας

οὐ φιλοσοφεῖ.

φιλοσοφεῖ.

Οὐδ᾽ αὖ οἱ ἀμαθεῖς φιλοσοφοῦσιν

Οὔτε πάλ’ οἱ ἀμαθεῖς φιλοσοφοῦν

οὐδ᾽ ἐπιθυμοῦσι σοφοὶ γενέσθαι…

κι οὔτ’ ἐπιθυμοῦν σοφοί νὰ γίνουνε…

Ρήση ἀποδιδόμενη στὸ Σωκράτη ἀπ’ τὸν Πλάτωνα

Platonis Opera, recognovit brevique adnotatione critica instruxit Ioannes Burnet, Oxonii e Typographeo Clarendoniano, Londini et Novi Eboraci, χ.χ. ,τομ. ΙΙ, Συμπόσιο, 204a.

Θεμέλιο τῆς βέβαιης γνώσης γιὰ τὸ Σωκράτη, ὅπως παραδίδεται στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους, εἶναι ἡ ριζική ἀμφιβολία γιὰ τὰ λεγόμενα τῶν εἰδικῶν, τῶν ποιητῶν καὶ τῶν σοφιστῶν – τῆς κάθε ἄξιας ρήσης ὡς βάση γιὰ περαιτέρω ἀναζήτηση. Ἕν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα, ἀναφωνεῖ ὁ Ἀθηναῖος στοχαστὴς μές στὴν αἰσιοδοξία του πὼς ἡ συνείδηση ἀξιώνεται τὴ γνώση μέσῳ τῆς διαλεκτικῆς προσέγγισης τοῦ ὄντος, ὅπως αὐτὸ φανερώνεται στὸ γνωστικὸ ὄργανο, δηλαδὴ τῶν ἰδεῶν.

Αὐτ’ ἡ τοποθέτηση, παρὰ τὶς διάφορες αἰτιάσεις κατὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ μεσολάβησαν, ἀποδεικνύει γενναιότητα καὶ φιλομάθεια μοναδικές στὴν Ἱστορία τοῦ Πνεύματος· δυὸ ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ τὶς ἀναζητήσῃ κανεὶς μὲ τὸ φανάρι, ὡς ἄλλος Διογένης, στὴ σύγχρονη πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ τόπου.

Δέ γνωρίζω κατὰ πόσον καταλαβαίνουμε τοὺς μουσουλμάνους πρόσφυγες καὶ μετανάστες, ἀλλά, ἐλλείψει τῶν δύο αὐτῶν ποιοτήτων, ἔχουμε καταφέρει νὰ ζοῦμε καθημερινὰ τὶς Χίλιες καὶ μία νύχτες… Καθότι γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ καιροῦ μας ὅλα ἔχουν λυθῆ ἀπ’ τοὺς ἀρχαίους προπάτορες —ἀκόμα κι ἂν ἡ λύση παραμένῃ στὰ μεγάλα πλήθη, ποὺ ἐπαίρονται γιὰ τοὺς εὐκλεεῖς καὶ εὐειδεῖς προγόνους, ἄγνωστη λόγῳ τῆς ἄθλιας παιδείας τοῦ νεοελληνικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος—, ἡ ἐπιταγή: πίστευε, καὶ μή ἐρεύνα (μ’ αὐτήν ἀκριβῶς τὴ στίξη) ἔχει ἐξυψωθῆ σὲ γιατρικὸ διὰ πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν (τὸ τελευταῖο μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια)…

Πλησίστια, οἱ περιούσιοι συμπατριωτές-Σύν-/Πλήν-Ἔλληνες (ὅπως κανεὶς καταλαβαίνει τὰ πράμματα…) βουτᾶνε στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἀπύθμενου φαντασιακοῦ τους ψάχνοντας τὸν Τίμιο Σταυρὸ ποὺ πέταξε κάποιος λαϊκιστὴς πολιτικὸς ἐν ὄψει Καταστροφο-φανείων! Δυστυχῶς, ἀνυποψίαστα, ὅπου ἀκοῦνε κεραυνούς, σεισμούς, λιμούς, λοιμοὺς καὶ καταποντισμούς, καταλαβαίνουνε τὴ θεϊκὴ παρουσία – ἀγνοῶντας πώς, ἴσως, καμπάνες πυρκαγιᾶς ἠχοῦν κι ἀκολουθοῦν κανόνια…

Ἡ ψυχολογία τοῦ «μακαρίου», τοῦ σωσμένου ἀπὸ κάθε σκέψη «ἀρνητική» καί, διὰ τοῦτο, κριτική, μ’ ἐκπλήσσει κ’ ὑποκλίνομαι ἐμπρός της ἀνίκανος πρὸς ἀντίδρασιν στὸ τερατῶδες τῆς βλακείας της. Ὁ «μακάριος» συνεχίζει νὰ πιστεύῃ πὼς κινεῖ τὸ Σύμπαν μὲ τὶς ἀνακαλύψεις του καὶ προάγει τὴ γνώση μὲ τὴν ὑπερμεγέθη του «εὐφυΐα». Εἶναι καὶ αὐτὸ μία στάσις – νοιώθεται…

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, φοβᾶμαι, φίλτατε καὶ βαθυστόχαστε Σωκράτη, πὼς ἕν οἶδα: Οἱ Ἕλληνες  π ά ν τ α  ἔστηναν κάτι μεγαλειῶδες, σὲ κάθ’ ἐποχή – σ’ αὐτήν, εὕχομαι, νὰ μήν εἶναι τὸ τρισμέγιστο μνημεῖο τῆς ἠλιθιότητάς τους, εφόσον, δυστυχέστατα, οὐκ αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Στὶς κατηγορίες: Κριτική Σχολιασμός
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-