[Δημιουργικὴ ἀπόδοση ἀπό: Martin Heidegger, Gesamtausgabe, Viottorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1981, τ. IV, σελ. 195-7, Erläuterungen zu Hölderlins Dichtung.
Ἀμάργαρος, ὁλόγυμνος, αὐτάγγελτος,
τὸ καθαρὸν τοῦ οὐρανοῦ ἀναβαίνει
ἡ Ἀρετή.
(Ἀνθολογία Ποιήσεως Η.Ρ.Η.Σ. Ἀποστολίδη, τ. Α΄, σελ. 489, Ἀνδρέα Κάλβου Ἡ Ἀρετή)
Γιὰ τὶς ἀναφορὲς στὸ ἔργο τοῦ Χαίλντερλιν, HSW: Hölderlin. Sämtliche Werke. W. Kohlhammer Verlag, Stuttgart, I-VIII, 1946-85.]
Θὰ τὸ καταλάβουμε κάποτε;..
Ἡ ποίηση τοῦ Χαίλντερλιν εἶναι γιᾶ μᾶς μ ο ῖ ρ α -περιμένει τῶν θνητῶν τὴν ἀνταπόκριση.
Τί ὀνοματίζει ἡ ποίηση τοῦ Χαίλντερλιν;: τὸ ὅσιο – διηγεῖται τὴ φυγὴ τῶν θεῶν· οἱ θεοί, ποὺ ἀναχώρησαν, μᾶς προφυλάσσουν <ἀκόμα>, ὡσότου ἀποκτήσουμε σωφροσύνη καὶ γίνουμε ἄξιοι νὰ κατοικήσουμε κοντά τους. Ἐκεῖνος ὁ τόπος <τῆς κατοικίας>, τὸ ἴ δ ι ο ν τῆς πατρίδας!
Ὁπότε, ἀπομένει ἡ προετοιμασία τῆς μ ε τ ο ί κ η σ η ς. Κ᾿ ἔτσι λοιπόν, κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα σὲ τοῦτο τὸν κόσμο γιὰ νὰ φτάσουμε κεῖ που θ’ ἀνταποκριθοῦμε στὴ μοῖρα -στὴν ποίηση τοῦ Χαίλντερλιν. Προηγουμένως, ὅμως, περνᾶμε ἀπ’ τὸ προστάδιο: μᾶς παρουσιάζεται, μᾶλλον, «ὁ θεὸς τῶν θεῶν». Γιατὶ ἀπὸ κανέναν ἀνθρώπινο ὑπολογισμό, καμμιάν ἀνθρώπινη πράξη — ἢ μέσῳ αὐτῶν — δὲν ἀνατρέπεται ἡ παρούσα κοσμικὴ κατάσταση· πρὸ πάντων, γιατὶ οἱ ἀνθρώπινοι χειρισμοὶ ἔχουν τὴ σφραγίδα αὐτῆς τῆς κατάστασης καὶ τὴν ἀκολουθοῦν· πῶς λοιπὸν νὰ γίνουν κεῖνοι κύριοί της;..
Ἡ ποίηση τοῦ Χαίλντερλιν εἶναι γιὰ μᾶς μ ο ῖ ρ α -περιμένει τὴν ἀνταπόκριση τῶν θνητῶν· κι αὐτή, μὲ τὴ σειρά της, ὁδηγεῖ στὸν ἐπαναπατρισμὸ κοντὰ στοὺς θεούς: στὸ χῶρο τῆς φυγῆς τους ἀπ᾿ ὅπου καὶ μᾶς προφυλάσσουν.
Πῶς θὰ τὰ καταλάβουμε καὶ θὰ τὰ κρατήσουμε ὅλ’ αὐτὰ στὴ μνήμη μας; Ἀ κ ο ύ γ ο ν τ α ς τὴν ποίηση τοῦ Χαίλντερλιν. []
Κ᾿ οἱ πρῶτες λέξεις:
Ὅλα εἶν᾿ οἰκεῖα.
[Ἀπ᾿ τὸ σχεδίασμα Μορφὴ καὶ πνεῦμα (HSW, 1951, τ. II,1, σελ. 321, Gestalt und Geist)]
δηλαδή: τὸ Ἕν εἶναι δεμένο μὲ τὸ Ἕτερο ἐμμένοντας, ὅμως, στὴ δικιά του φύση: τοῦ Ἑνός· καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα: οἱ θεοὶ κ’ οἱ ἄνθρωποι, ἡ γῆ κι ὁ οὐρανός. Τὸ οἰκεῖον δὲ σημαίνει οὔτε λειώσιμο κι ἀνάμειξη, μήτε κατάλυση τῶν διαφορῶν… Οἰκεῖο λέγεται τὸ συναπάντημα μὲ τ’ ἀλλότριο, ἡ κυριαρχία τῆς ἔκπληξης, ἡ ἀξίωση τοῦ δ έ ο υ ς.
Δεύτερο, ἕνα ἐρώτημα:
Πῶς νὰ προσφέρω εὐχαριστίες;
[Ἀπ᾿ τὸν Ἐπαναπατρισμό, 6η στροφή (HSW, 1951, τ. II,1, σελ. 99)]
Εὐχαριστῶ σημαίνει «σκέφτομαι τιμῶντας καὶ συμφωνῶντας μὲ δ έ ο ς σ᾿ ὅ,τι μοῦ παρέχεται» -ἂς εἶναι κ᾿ ἕνα σημάδι μόνο γιὰ τὸν τόπο τῆς θεϊκῆς φυγῆς· τῶν θεῶν ποὺ μᾶς προφυλάσσουν.
Τρίτο:
Ν᾿ ἀγγίξῃς ὕστερ᾿ ἀπὸ στοχασμὸ βαθὺ <τὴ θεία χάρη>.
[Ἀπ᾿ τὴ Γιορτὴ εἰρήνης, πέμπτη στροφή (Joseph Schmidt, Hölderlins geschichtsphilosophische Hymnen >Friedensfeier< – >Der Einzige< – >Patmos<, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt, 1990, σ. 32)]
Πρέπει νὰ στοχαστοῦμε μετὰ ταπεινότητος — ἡ δοκιμασία νὰ διαπεράσῃ τὰ γόνατα —[1] καὶ τὸ πεῖσμα νὰ κ α μ φ θ ῇ, νὰ μπῇ στὴν ἄκρη… Τὸ Ἕν ἀσχολεῖται συνέχεια μονάχα μὲ τὴν αἴσθηση καὶ τὴ σκέψη -προσπαθεῖ ἔντονα νὰ προκαταλάβῃ τὴν Ποίηση γιὰ νὰ τῆς ξεφύγῃ ὀπισθοχωρῶντας…
Μές ἀπ’ τὴν ἐπανάληψη τοῦ ἀκούσματος γινόμαστε ἱκανοὶ γι’ αὐτὴ καθαυτὴ τὴν ἀκρόαση καὶ προσεκτικώτεροι στὸν τρόπο ποὺ θάθελε ὁ ποιητὴς νὰ εἰπωθῇ ὅ,τι διαβάζουμε. [] Μπορεῖ νὰ τὸ πετύχουμε στιγμιαῖα μὲ τὴν τεχνηέντως κρατημένη ἐκφορὰ τοῦ λόγου -ἴσως ν’ ἀποτύχουμε, εὔκολα κιόλας…
Ὁ ποιητὴς γνωρίζει ἀπὸ μόνος του — καλύτερα ἀπ᾿ ὅλους — ὅτι μ’ εὐκολία χάνεις τὸ σωστὸ τόνο. Στοὺς ὕστερους στίχους:
Λίγα πράγματα μικρὰ
— σὰν τὸ χ ι ό ν ι — ἔκαναν τὸν ἦχο
τῆς καμπάνας νὰ ξεθωριάσῃ
ποὺ βαροῦσαν
γιὰ τὸ δεῖπνο.
[Ἀπ᾿ τὸ σχεδίασμα Κολόμβος (Anke Bennholdt-Thomsen – Alfredo Guzzoni, Analecta Hölderliniana, Königshausen & Neumann Verlag, Würzburg, 2007, τ. III, σελ. 60, στ. 55-9).]
Σὲ τοῦτες τὶς λέξεις, μὲ τὸ καθημερνὸ ὀνοματίζεται τὸ ἀσυνήθιστο, τὸ μέγα: τὸ δεῖπνο εἶναι τὸ σκοτείνιασμα τοῦ χρόνου, τὸ σημεῖο τροπῆς. Τὸ χιόνι εἶν᾿ ὁ χειμώνας:
Ἄχ, ποῦθε θὰ μαζέψω,
σὰ φτάσῃ ὁ χειμώνας, τὰ λουλούδια;..
Ποῦθε τοῦ ἥλιου τὴ λάμψη;..
Τὸν ἤσκιο τῆς γῆς;..
[Ἀπ’ Τὰ μισὰ τῆς ζωῆς (HSW, τ. II,1, σελ. 117)]
Ἀλλὰ ἡ καμπάνα — ἡ κλαγγή της — εἶν’ τὸ τραγούδι τοῦ ποιητῆ· ἐκεῖνος: φωνὴ βοῶντος στὸ γ ύ ρ ι σ μ α τοῦ χρόνου.
[Καὶ σὰ μιὰ πρώτη «μύηση» στὸ ἔργο τοῦ Χαίλντερλιν συμπληρώνω στὰ λόγια τοῦ Χάιντεγγερ ἕναν ἀπ᾿ τοὺς ὕμνους του (μτφ ἀπὸ HSW, τ. I,1, σελ. 119):
Ὕμνος στὴν Ἀθανασία
Ὅπου τὸ ἄνθος τὸ βασιλικὸ τῆς ἀρετῆς
ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὸ σκουλήκι θάλλει·
ὁ στοχαστὴς ἐν ὁσιότητι
ὁλόλαμπρα καὶ διάπλατα θωρεῖ·
ὅπου δὲ στέκει θρονιασμένος πιὰ σὲ πύργους τύραννος κανείς·
καμμιά ἀλυσίδα δὲ βαστάει τὴν ψυχή·
ὅπου ὁ ἥρωας λαμβάνει κότινο
κι ἀγγελικὸ φιλὶ γιατὶ ἔπεσε γιὰ τὴν πατρίδα.
Στάσου γιὰ λίγο, Ὀρίωνα!
Σώπα, βροντὴ ἀπ᾿ τῶν Πλειάδων τὴν τροχιά!
Κρύψε, Ἥλιε, τὸ ἀχτιδοβόλο στέμμα σου·
σιγανότερα πάρτ᾿ ἀνάσα, Ὠκεανὲ καὶ Θύελλα!
Βιαστῆτε γιὰ προσφορὲς γιορτῆς,
ὅλοι ἐσεῖς, μεγάλα πλάσματα τοῦ χρόνου,
γιατί, χαμένος ἐν ἐκστάσει,
στοχάζεται τῆς Ἀθανασίας ὁ θεωρός!
Δές! Νά ποὺ σβήνουν τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων,
ἐκεῖ ποὺ δίχως ὄνομα ἀπομένει τῆς ψυχῆς ἡ ἡδονή·
σεμνὰ βυθίζεται τὸ φτέρωμα τοῦ παιάνα,
ὅπου τὸ πνεῦμα τὴν πεπερασμένη φύση του ξεχνᾶ.
Σὰ συναχθοῦνε κάποτε στὸ θεὸ μπροστὰ τὰ πνεύματα,
σὰ βγάλουν ἰαχὲς γιὰ τῆς ψυχῆς τὸ θρίαμβο,
ἴσως τραβλίσῃ ἡ γοητεία τῶν σεραφεῖμ,
ἐκεῖ ποὺ σώπασαν τ᾿ ἀνθρώπινα τὰ χείλη μεθυσμένα.
Καθὼς κ’ ἕνα ποίημα ἀπ’ τὰ τελευταῖα του, ὅταν εἶχε πιὰ ἀποτραβηχτῆ ὁ λογισμός του ἀπ’ τὸν Κόσμο (μτφ ἀπὸ HSW, τ. II,1, σελ. 363):
Ποῦ; Ποῦ εἶστε;..
Π ο ῦ; Ποῦ εἶστε;.. Χαθήκατε!
Σᾶς ψάχνει γεμάτο δάκρυα τὸ βλέμμα μου
γλυκές, ἀνείπωτα γλυκές μου ὥρες!
Γυρίστε, ὦ, γυρίστε πίσω…]
[1] Ἀπ' τὸν ὕμνο τοῦ Χαίλντερλιν: Ὁ Ἴστρος (Jetzt komme, Feuer!// Begierig sind wir// Zu schauen den Tag,// Und wenn die Prüfung// ist durch die Knie gegangen,// mag einer spüren das Waldgeschrei. [μτφ: Ἔλα, τώρα, πύρ!// Λαχταρᾶμε// ν' ἀντικρύσουμε τὴ μέρα,// καί, σὰν ἡ δοκιμασία τὰ γόνατά μας διαπεράσῃ,// ἴσως κάποιος νάβρῃ τὰ ἴχνη ἀπ' τὴν κραυγὴ τοῦ δάσους. (Βλ. Martin Heidegger, Hölderlins Hymne „Der Ister“, Frankfurt am Main, 1993, σελ. 3.)]
[Ὁ Χάιντεγγερ διαβάζει τὸν Ἴστρο τοῦ Χαίλντερλιν.]