Ἔψαξα χίλια πρόσωπα,
ὤργωσα χίλιους Κόσμους,
διάνυσα χίλιες χῶρες,..
ρώτησα νὰ μάθω:
«Ποιό ‘ναι τὸ πρόσωπο ποὺ θ’ ἀγαπήσω;
Καὶ ποῦ θὰ τ’ ἀνακαλύψω;»
Μὰ ἀπάντηση καμμιά!
Ξαναγύρισα πίσω,
στὴν πατρίδα ἀποκαμωμένη…
Μοῦ φάνηκε ἀλλαγμένη,
τὴν ἔνοιωσα καινούργια.
Καὶ ρώτησα κ’ ἐκεῖ:
«ποιό ‘ναι τὸ πρόσωπο ποὺ θ’ ἀγαπήσω;
Καὶ ποῦ θὰ τ’ ἀνακαλύψω;»
Ἀπάντηση ξανὰ καμμιά!
Ὅμως καθὼς ξεκίναγα νὰ φύγω,
μοῦ φανερώθηκε πρόσωπο παλιὸ
ποὺ εἶχα ἀγαπήσει.
Τὸν μύρισα, τὸν ἔνοιωσα,
ὅλα του ἴδια ὅπως παλιά,
μὰ νέος ἦταν – ὄντως!
Τί εἶχε ἐντέλει ἀλλάξει;..
Τὸν ρώτησα κι αὐτὸν
κ’ ἔλαβα ἀπάντηση
ὅλως ἀπρόσμενη:
«Ἔφυγες σὲ ξένες χῶρες,
ἄλλαξες ἐσύ –
ἄλλαξα κ’ ἐγὼ γιὰ σένα.
Ἐγὼ στάθηκα, περίμενα,
ἄλλαξα ἐγώ –
ἄλλαξες κ’ ἐσὺ γιὰ μένα.
Καιρὸς νὰ ξαναγαπηθοῦμε!»