Λοιπόν, λοιπόν,
νομίζεις ὅτι ξεχωρίζεις
τὸν Παράδεισο ἀπὸ τὴν Κόλαση,
τοὺς γαλανοὺς τοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν πόνο; –
τὸ καταπράσινο λειβάδι ἀπὸ τὶς κρῦες ράγες τραίνου;
Ἕνα γέλιο ἀπόνα ψέμα;
Σὲ κατάφεραν νὰ ξεπουλήσῃς
τοὺς ἥρωές σου γιὰ φαντάσματα; –
στάχτες ζεστὲς γιὰ δέντρα; –
καμίνι θερμό γι’ ἀεράκι δροσερό;
Τὴν ψυχρὴ ἄνεση γιὰ κάποιαν ἀλλαγή;
Τὰ ξεπούλησες;!
Μήπως ἀντάλλαξες
νὰ περπατᾶς στὸ μέτωπο μαζὶ μ’ ἄλλους
γιὰ μιὰ θέση ἡγετικὴ σ’ ἕνα κλουβί;
Μακάρι, μακάρι νάσουν ἐδῶ!
Εἴμαστε δυὸ ψυχὲς χαμένες
ποὺ κολυμπᾶνε σὲ μιὰ γυάλα
χρόνια καὶ χρόνια τώρα·
τρέχουμε πάνω ἀπ’ τὸ ἴδιο
πανάρχαιο μέρος.
Μὰ τί βρήκαμε;
Μόνο τοὺς ἴδιους
παμπάλαιους φόβους.
Μακάρι, μακάρι νάσουν ἐδῶ!