Ἑρρίκος Ἴψεν, «Ὁ µεταλλωρύχος»

σήμα-σειράς-ίψεν

[Μετάφραση ἀπ’ τὸ Νορβηγικὸ πρωτότυπο.]

Βουνίσια πέτρα, θενα σπάσῃς μὲ κλαγγή

μὲ τοῦ σφυριοῦ μου τὴ δύναμη τὴ φοβερή.

Δρόµος πρέπει ἀπὸ μένα κεικάτω ν᾿ ἀνοίξῃ,

ὡσότου τὸ μέταλλο νὰ κάνω ν’ ἀντηχήσῃ!

Βαθειά, στοῦ βουνοῦ τὴν ἔρημη νυχτιά,

μοῦ γνέφουνε μένα τοῦ πλούτου τὰ προικιά:

διαµάντια, πέτρες πολύτιμες κι ἀκριβές

καί, στὸ χρυσάφι ἀνάμεσα, φλέβες πορφυρές!

Μές στὴν ἄβυσσο, ὅλα ἐν εἰρήνῃ,

αἰῶνες ἠρεµία,.. θανατερή γαλήνη…

Ἄνοιξέ μου δρόμο, σφυρί μου τρομερό,

ὥς τῆς καρδιᾶς τ’ ἀπόκρυφα -μές στὸ βουνό!

Μιὰ φορὰ κ’ ἕναν καιρό, μὲ βλέπαν χαρωπό

ἀποψηλὰ τ’ ἀστέρια ἐκεῖ -στὸν ἄπειρο τὸν οὐρανό·

περπατοῦσα στῆς Ἄνοιξης τὸν ἀνθισμένο δρόμο·

ἀνεμελιά παράστεκε γιὰ σύντροφος στὸν ὦμο.

Λησμόνησα, ὅμως, τὸ φῶς τῆς μέρας

μές στὸ λαγούμι τὸ σκοτεινὸ τῆς νύχτας·

λησμόνησα τραγούδια, στεναγμοὺς

μὲς στοὺς δικούς μου ὑπόγειους σκοπούς…

Τὴν ἐποχὴν ἐκείνη πρῶτοκατέβηκα ἐδῶ

καὶ κάθησα καὶ σκέφτηκα μ’ ἀγνό μυαλό:

Τὰ πνεύματα τῆς ἀβύσσου θὰ μοῦ ποῦν

καὶ τῆς ζωῆς τ’ ἀτέλειωτο τὸ αἴνιγμα θὰ βροῦν…

Ὅμως, στοιχειὸ κανένα δὲ δασκάλεψε

κι αὐτὸ βεβαίως πολύ μὲ παραξένεψε…

Κεραυνὸς δὲν ἔφτασε ἀπ’ τὰ ὕψη

τῆς γῆς τὰ βάθη νὰ μοῦ ἀποκαλύψῃ.

Ἤτανε πλάνη;.. Μὰ μήπως μ’ ὡδηγοῦσε,

μπρός -στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας ὠθοῦσε;..

Ἡ λάμψη τὰ μάτια τυφλώνει,

σὰν κάποιος ψηλά τὰ σηκώνῃ.

Ὄχι, κάτω θὰ πάω -στὰ βάθη ἐκεῖ!:

Εἰρήνη θενάβρω αἰώνια, σιωπηλή…

Ἄνοιξέ μου δρόμο, σφυρί μου τρομερό,

ὥς τῆς καρδιᾶς τ’ ἀπόκρυφα -μές στὸ βουνό!

Σφυριά στὴ σφυριά, ξανά καὶ ξανά

ὡσότου φτάσῃ ἡ ὕστατη φορά…

Πουθενά δὲ φαίνεται ἡ πρωινὴ ἡ ἀχτιδά!

Πουθενά τοῦ ἥλιου ἡ χρυσῆ ἡ ἐλπίδα!

Στὶς κατηγορίες: Ἑρρῖκος Ἴψεν Μεταφράσεις Ποιήματα
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-