Μία προσωπογραφία τοῦ Παπαφλέσσα

Συντμήσεις βιβλιογραφίας

Γενεαλογία Παπαφλέσσα Τίμος Φλέσσας, Πορεία αἰώνων, Ἅπαντα & Γενεαλογία τῆς ἡρωικῆς οἰκογένειας τοῦ Παπα-φλέσσα, Νέα Πεντέλη 2011.
Γούδας Ἀναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι τῶν ἐπὶ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν, τόμ. Α΄-Η΄, Ἐθνικὸν Τυπογραφεῖον, Ἀθῆναι 1869-76.
Ἱστορία Δικαίων-Φλεσσαίων Γεώργιος Δ. Δικαῖος, Ἱστορία τῆς οἰκογένειας τῶν Δικαίων ἢ Φλεσσαίων πρὸ καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς μεγάλης Ἐθνεγερσίας, Ἀθῆναι 1985.
Ὄψεις Θανάσης Χρήστου, Πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ὄψεις τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2013.
Φωτάκος Φωτάκος, Βίος τοῦ παπᾶ Φλέσσα, ἐκδοθεὶς ὑπὸ Σ. Καλκάνδη, τύποις Νομιμότητος, Ἀθῆναι 1868.

Ὅταν τὸ ἐξεταστικὸ βλέμμα στρέφεται στὸ παρελθόν, γιὰ νὰ θεμελιώσῃ ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴν ὅρασή του καὶ ν’ ἀνακαλύψῃ συνειδητὰ τὸ βαθύτερο νόημά της, συναντάει ποιότητες καὶ μεγέθη διαφορετικά. Στὴν ἄκρη τοῦ ὡκεανοῦ — τοῦ χρόνου μὲ τὶς θύελλες, τὶς νηνεμίες καὶ τοὺς εὐνοϊκοὺς ἀνέμους –, στὴν ἀκτὴ τῶν ἀνθρωπίνων, φανερώνονται τότε βότσαλα, βοτσαλάκια, πέτρες μεγάλες, καθένα τους σμιλεμένο μ’ ἄλλο τρόπο ἀπ’ τὴν ἁλμύρα. Τότε, σχεδὸν φυσιοδιφικά, ἔρχεται ὁ νοῦς νὰ συλλέξῃ, νὰ ταξινομήσῃ καὶ νὰ ἱεραρχήσῃ τὰ εὑρήματά του, δηλαδὴ τοὺς κόκκους καὶ τὶς συσσωματώσεις τους, πά΄ νὰ πῇ: τὶς ἀνθρώπινες συμπεριφορὲς κι ἀποφάσεις, τὶς μοῖρες ἐθνῶν, λαῶν, κρατῶν καὶ κοινοτήτων, τὶς προσωπικὲς ἰδιοσυγκρασίες· ψάχνει μές σ’ ὅλα σχέσεις κ’ αἰτιακὲς ἁλυσίδες -«γιατί μορφώθηκε ἔτσι τὸ βότσαλο τοῦτο κι ἀλλιῶς ἐκεῖνο καὶ ποιά ἡ ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν φυσικῶν μηχανισμῶν καὶ τῆς θέσης κάθε πράγματος ὡς πρὸς τὰ γειτονικά του;..» Κάποιοι τέτοιοι σχηματισμοὶ ξεχωρίζουν, μές ἀπ’ τὴν ἄπειρη σχεδὸν ποικιλία εἴτε λόγῳ τῆς ἰδιαίτερης παρουσίας τους εἴτε ἐξαιτίας τῆς παραδειγματικῆς τους σχέσης μὲ τὰ ὑπόλοιπα τριγύρω. Ὁ Παπαφλέσσας κάπως ἔτσι ξεκορμίζει ἀπὸ τὴν ἐποχή του, ὄντας γνήσιο κι ἀναγκαῖο γέννημά της…

Γεώργιος ΔικαῖοςΦλέσσας, ὑστερότοκος γιὸς τοῦ Δημητρίου ἀπὸ δεύτερο γάμο μὲ τὴν Κωνσταντῖνα τὸ γένος Ἀνδρικαίων, γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Πολιανὴ τῆς τότε ἐπαρχίας Μεγαλόπολης (σημερινὸς νομὸς Ἀρκαδίας), κάπου 21 χιλιόμετρα βόρεια τῆς Καλαμάτας. Τὸ χωριὸ βρίσκεται σ’ ὑψόμετρο 680 μέτρων, καὶ διακρίνεται ἀκόμα καὶ σήμερα γιὰ τὶς διάφορες καλλιέργειες (μῆλα, καρύδια, σιτηρά, ὀπωροκηπευτικά). Τ’ ὄνομά τοῦ τόπου μᾶλλον ἐτυμολογικὰ ἀνάγεται στό: πολλοὶ ναοὶ > Πολοιανοὶ > Πολιανή· ὑπάρχουν 45 καταγεγραμμένοι βυζαντινοὶ ναοὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ κι ὁ οἰκισμὸς ἱδρύθηκε, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τοῦ Μυστρᾶ.

Ἡ γενεαλογία τῶν Δικαίων χάνεται στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀποκεῖ μετοίκισαν στὴν Κωνσταντινούπολη κ’ ὕστερα τὴν Πελοπόννησο κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα. Ἔπειτα διασκορπίστηκε ἡ γενιὰ ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἀθήνα (ὅπου ἔκτισαν ναὸ στὴν Πλάκα, τὸν Σωτῆρα τοῦ Δικαίου -παραχωρήθηκε ἀργότερα ὡς παρεκκλήσι στὴ Ρωσικὴ πρεσβεία) καὶ στὴν Ἰταλία. Τὸ 17ο αἰῶνα, οἱ Δικαῖοι ἐπιστρέφουν στὴν Πελοπόννησο κ’ ἕνας κλάδος τους στὴν Πολιανὴ λαμβάνει τὸ παρώνυμο: Φλεσσαῖοι -ἀβέβαιης ἐτυμολογίας κι ἀναγωγῆς.[1] Ὁ Παναγιώτης Δικαῖος, ξάδερφος τοῦ Δημητρίου Δικαίου, ὑπῆρξε πρόκριτος τῆς ἐπαρχίας Μεγαλόπολης· μέλη τῶν Δικαίων συνδέθηκαν ἐξ ἀγχιστείας μὲ τὶς μεγάλες τότε οἰκογένειες τῶν Νοταράδων, τῶν Ἀνδρονικαίων, τῶν Κολοκοτρωναίων, τῶν Ἀναγνωσταραίων καὶ τῶν Μαυρομιχαλαίων. Τὸ ἀξίωμα τοῦ ἔπαρχου ἱεραρχικὰ βρισκόταν ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ κεῖνο τοῦ πασᾶ.

Ὁ Γεώργιος Δικαῖος ἔλαβε σχετικὰ καλὴ μόρφωση γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς, φοιτῶντας (δίχως ὅμως κι ἀποφοιτῶντας) στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τῆς Δημητσάνας (βορειοδυτικὴ Ἀρκαδία) -τὸ περιώνυμο Φροντιστήριον Ἑλληνικῶν Γραμμάτων· λειτουργοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸ 1764· στοὺς ἀποφοίτους του συγκατελέγονται ὁ μετέπειτα μοιραῖος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄ κι ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός. Σ’ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ περιβάλλον ἔλαβε ὁ Φλέσσας συνείδηση τῆς Παράδοσης καὶ τοῦ Γένους. Τὸ 1816, ὁ Γεώργιος ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Βελανιδιᾶς (ἢ Παναγίτσας), κοντὰ στὴν Καλαμάτα, στὸν ἄξονα μὲ τὴν Πολιανή, λαμβάνοντας τ’ ὄνομα: Γρηγόριος, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ θὰ συνήθιζαν ν’ ἀκοῦν οἱ ἐξεργεμένοι Ἕλληνες τὰ κατοπινὰ χρόνια. Στὴν ἰδιότητα τοῦ ἱερομόναχου ὀφείλεται τὸ παρατσούκλι: Παπαφλέσσας.

Ὁ μοναχός, μὲ τὸν ἀνήσυχο, ἐπαναστατικό — σχεδὸν τυχοδιωκτικό — χαρακτῆρα του, ἦρθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Μονεμβασίας κι ἀναγκάστηκε ν’ ἀναχωρήσῃ γιὰ τὴ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Ρεκίτσας, βορειοανατολικὰ τοῦ Δυρραχίου, πάνω στὴν εὐθεία ποὺ συνδέει τὴν Πολιανὴ μὲ τὴ Μονὴ Ρεκίτσας. Κ’ ἐκεῖ, ὅμως, χάριν τῶν περιουσιακῶν τῆς Μονῆς, ὠρθώθηκε ἐνάντια στὸν Τοῦρκο Χουσεῒν Ἀγᾶ Σερντάρη, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ προσαρτᾷ αὐτὸς ὅλο καὶ περισσότερα ἐδάφη τοῦ μοναστηριοῦ στὰ δικά του βοσκοτόπια. Ἐνδεικτικὴ τοῦ ποικιλομήτου Παπαφλέσσα εἶν’ ἡ πρωτοβουλία του νὰ θάψῃ κάρβουνο στὰ σύνορα ἀπ’ τὸ μετόχι κι ἀκόμα βαθύτερα, μές στὰ χτήματα πιὰ τοῦ ἀγᾶ. Ὅταν οἱ δικαστὲς τῆς Τρίπολης ἐμφανίστηκαν γιὰ ἐπιτόπια ἔρευνα, ξεθάφτηκε τὸ κάρβουνο κι ὁ ἁγᾶς βρέθηκε νὰ χάνῃ κιόλας ἐκτάσεις ἀπ’ τὴ Μονή, λόγῳ τοῦ στρατηγήματος… Γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπ’ τὸ μῖσος τοῦ Τούρκου, ἐγκατέλειψε τὴν Πελοπόννησο καὶ πέρασε στὸ νησὶ τῆς Ζακύνθου, ὅπου καὶ γνώρισε προσωπικὰ τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ὁ Φώτιος ΧρυσανθόπουλοςΦωτάκος, ὑπασπιστὴς τοῦ Κολοκοτρώνη, στὴ βιογραφία τοῦ Παπαφλέσσα, ἀναφέρει πώς, σὰν ἔφευγε ὁ ἀτίθασος καλόγερος ἀπ’ τὴν Πολιανή, φώναξε στοὺς Τούρκους ποὔχανε φτάσει νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν:

Βρὲ κερατᾶδες Τοῦρκοι, νὰ πᾶτε πίσω εἰς τὸν ἀφέντη σας τὸν κερατᾶ, νὰ τοῦ εἰπῆτε ὅτι ἐγὼ φεύγω διὰ τὴν Πόλιν καὶ δέν θὰ γυρίσω πίσω ἁπλοῦς καλόγηρος -ἢ  δ ε σ π ό τ η ς  θὰ ἐλθῶ, ἢ  π α σ ᾶ ς![2]


Στὴν Πόλη ἐπεδίωξε νὰ λάβῃ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα -πρᾶγμα ποὺ δέν κατάφερε τελικά. Ἡ γνωριμία, ὅμως, μὲ τὸ Χρῆστο «Ἀναγνώστη» ΠαπαγεωργίουἈναγνωσταρᾶ, στὴν πρωτεύουσα τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τὸν ὡδήγησε στοὺς κόλπους τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας (21/06/1818, οἰκία τῶν Αἰνιάνων στὰ Θεραπειὰ τοῦ Ἄνω Βοσπόρου). Ὅσα ἔγγραφα τῆς μυστικῆς ἐταιρίας σῴζονται, τὰ ὑπογράφει ὡς: ὁ Ἁρμόδιος·[3] τὰ δὲ διακριτικά του στοιχεῖα ἦταν: Α. Μ. Στὴν Ἑταιρία γνώρισε καὶ τὸν Πελοποννήσιο ἔμπορο Παναγιώτη Σέκερη. Μ’ αὐτὲς τὶς ἐπαφὲς καὶ τὸ δραστήριο τοῦ τρόπου του, κατώρθωσε νὰ χειροτονηθῇ ἀρχιμανδρίτης ἀπ’ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Στὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του ἄφησε στὴν ἄκρη τὰ ἱερατικὰ καθήκοντα κι ἀφωσιώθηκε στὸν ἔνοπλο ἀγῶνα τῆς Ἐπανάστασης καί, κατόπιν, στὴ διοίκηση τῶν ἐπαναστατημένων περιοχῶν.

Λόγῳ τῶν ἱκανοτήτων του λειτούργησε ὡς ἀπόστολος τῆς Ἑταιρίας στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες (Μολδαβία καὶ Βλαχία) ποὺ διοικοῦσαν Φαναριῶτες ἀπ’ τὸ 1709, μετὰ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ πολύγλωσσου κ’ εὐρυμαθέστατου ὀσποδάριου Δημητρίου Καντεμίρ, κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν μὲ τὴ μυστικὴ σύμπραξη τῆς Ρωσίας. Στὸ Βουκουρέστι, τὸ 1819, ὁ Παπαφλέσσας ἀδελφοποιήθηκε μὲ τὸν Λαρισιώτη Γεωργάκη Ὀλύμπιο, ἀπ’ τοὺς ἀξιώτερους συμπαραστάτες τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, ποὔλαβε τραγικὸ τέλος στὴν πολιορκία τῆς Μονῆς Σέκου (Σεπτέμβριος 1821) σὰν ἀνατίναξε τὴν πυριτιδαποθήκη, καὶ τὸν Μακεδόνα Ἰωάννη Χ. Φαρμάκη· στὴν ἴδια πολιορκία ἂν κι ὁ δεύτερος παραδόθηκε ὑπὸ ὅρους στοὺς Τούρκους, καρατομήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ὕστερ΄ ἀπὸ βασανιστήρια. Κ’ οἱ δυό του ἀδερφοποιτοὶ δέν ἄφησαν εἰρηνικὰ τὸν Κόσμο -μιὰ τύχη ποὺ ἔλαχε  — ἢ ἀκόμα κ’ ἐπεδίωξε — νἄχῃ ὁ ἴδιος ὁ Παπαφλέσσας τέσσερα χρόνια ἀργότερα, στὸ Μανιάκι. Γιὰ τὴν ἐσώτερη ψυχικὴ κίνηση τοῦ ἀρχιμανδρίτη, τὸ ἀδελφοποιητικὸ γράμμα τῶν τριῶν ἀποτελεῖ σημαντικώτατο τεκμήριο:[4]

Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος,

Ἐνώπιον τοῦ ὑπερτάτου ὄντος [ἐνδιαφέρουσα παραλληλία μὲ τὶς προκηρύξεις τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης] καὶ τῆς ἀληθοῦς σοφίας ὁρκιζόμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ θείου καὶ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον σήμερον κατανυκτικῶς καὶ εὐλαβῶς συνασπασάμενοι, ἀδελφοποιήθημεν διὰ νὰ φυλάξωμεν στερεὰς καὶ ἀπαραβάτως σώας τὰς ἱερὰς ὑποσχέσεις πρὸς Θεόν, ἃς ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον ἐδώσαμεν, ἀποβλεπούσας ὅλως δι’ ὅλου πρὸς τιμὴν καὶ ἀσφάλειαν τῆς μόνης φιλτάτης μητρός μας -τῆς δυστυχοῦς, λέγω, πατρίδος καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων. Ναί, μά τὸ ἱερὸν τῆς πατρίδος ὄνομα, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα! Μά τὴν ἀνάστασιν αὐτῆς, διὰ τὴν ὁποίαν συγκροτοῦμεν τὸν θεῖον τοῦτον σύνδεσμον! Ἕκαστος ἡμῶν, δυνάμει τούτου τοῦ μεγάλου καὶ ἱεροῦ ὅρκου, ὑπόσχεται νὰ γνωρίζῃ τὸν ἕτερον οἰκειότερον τοῦ γνησίου αὐτοῦ πατρὸς καὶ μητρός, ἀδελφοῦ καὶ τέκνων, καὶ εἰς κάθε περίστασιν καὶ ἀνάγκην μας — ὅπου καὶ ἂν εἴμεθα, παρόντες ἢ ἀπόντες — νὰ συντρεχώμεθα, ὑπερασπιζόμενοι τὴν τιμήν, ζωὴν καὶ ἱερὰν βουλήν, μὲ ὅλην μας τὴν ψυχήν, τὴν δύναμιν καὶ κατάστασιν -καὶ μὲ τὴν ἰδίαν μας ζωήν, χύνοντες τὸ αἷμα μας μέχρι τῆς τελευταίας ρανίδος. Ὅστις δὲ ἐξ ἡμῶν ἤθελε παραβῆ αὐτοὺς τοὺς ἐνόρκους δεσμοὺς καὶ ὑποσχέσεις νὰ εἶναι ὡς καὶ παρὰ τοῦ ἐφόρου τῆς δικαιοσύνης, οὕτω καὶ ἐξ ἡμῶν, κατατρεγμένος, μισημένος καὶ ἀποβεβλημένος ἀπὸ τὸν ἡμέτερον σύνδεσμον, ὄντες εἰς χρέος οἱ ἄλλοι, οἱ φυλάξαντες τὰς ὑποσχέσεις των νὰ παιδεύουν μυριοτρόπως τὸν παραβάτην· πρὸς πίστωσιν δὲ τούτου τοῦ ἱεροῦ καὶ φρικτοῦ δεσμοῦ κατασπασάμενοι τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν σταυρόν, ὑπεγράφθημεν εἰς τρία παρόμοια ἀδελφοποιητικὰ γράμματα τῇ ἰδίᾳ ἡμῶν χειρί, ἐπισφραγίζοντές τα καὶ μὲ τὰς σφραγίδας μας, ἵνα βαστᾷ ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἀπὸ ἕν.

Βουκουρεστίῳ, τὴν 3<ην> Αὐγούστου 1819
Ἀρχιμανδ. Γρηγόριος Δικαῖος
Γεωργάκος Ὀλυμπιότης
Ἰωάννης Χ. Φαρμάκης

Ἡ ζέση κ’ ἡ ὁρμὴ τοῦ Παπαφλέσσα ἦταν ἀδύνατο νὰ μείνουν ἀπαρατήρητες· συνελήφθη κ’ ἐρευνήθηκε ἡ οἰκία του γιὰ πιθανὰ στοιχεῖα στάσης κατά τῆς ἀρχῆς. Ὁ σημαντικὸς ἐκεῖ παράγοντας Γεώργιος Λεβέντης κατάφερε τὴν ἀποφυλάκισή του· ἐὰν παρέμενε στὸ δεσμωτήριο καὶ συνεχιζόταν ἡ ἔρευνα, ἴσως ἀποκαλυπτόταν πλήρως ἡ ἐπαναστατικὴ δράση τῆς Ἑταιρίας -κάτι ὀλέθριο γιὰ τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ τῆς προετοιμασίας.

Ὕστερ’ ἀπ’ τὶς περιπέτειες, μὰ καὶ τὴν προσφορά του, στὶς Ἡγεμονίες, γύρισε στὴν Πόλη. Ἀκόμα, δὲν ἦταν τίποτα παραπάνω ἀπὄναν ἀπόστολο ποὺ ὤργωνε περιοχές, γιὰ νὰ μυήσῃ νέα μέλη στὸ μυστικὸ σκοπὸ τῆς ἐθνικῆς ἀποκατάστασης. Ὅμως, ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἀρχιμανδρίτη δέν τὸν ἄφηνε ἥσυχο σ’ ἕνα ρόλο μονάχα βοηθητικὸ καὶ παράμερο. Ὁ Φωτάκος ὑποστηρίζει, ἀναπαράγοντας λόγους ἀποδιδόμενους στὸν Παπαφλέσσα, ὅτι ἐκεῖνος βίαια (μὲ μαχαίρι) ἀπείλησε τὸν Ἀνδριτσαινιώτη Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο κ’ ἔμαθε τὰ βαθύτερα μυστικά, δηλαδή, στὴν πραγματικότητα, τὰ τεχνάσματα τῶν Φιλικῶν γιὰ νὰ πείθουν τούς, ἐκ τῶν πραγμάτων, καχύποπτους καὶ φοβισμένους ὑπόδουλους Ἕλληνες.

Ἐν συνεχείᾳ, ἐπέστρεψε στὶς Ἡγεμονίες, ὅπου ἔλαβε μέρος σὲ συνάντηση παρουσίᾳ τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, καὶ ἐπαναπεστάλη γιὰ τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ ἐπαναστατικοῦ σκοποῦ. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1820, ἔχοντας γυρίσει στὴν Πόλη, ὁ ὀξὺς χαρακτήρας του τὸν ἔβαλε σὲ νέους μπελάδες: Χτύπησε τὸν Τοῦρκο ὑπηρέτη του, γιατὶ τοῦ χάλασε τὴν πρωινὴ σαπουνάδα γιὰ τὰ γένια, κ’ ἐκεῖνος ἔτρεξε στὴν Ἀστυνομία νὰ τὸν καταγγείλῃ γιὰ στασιασμό, ἔχοντας δεῖ κι ἀκούσει πολλά στὴν οἰκία τοῦ ἀφέντη του… Ὁ Παπαφλέσσας, συνεχίζοντας «ἀκάθεκτος» τὴν προκλητικὴ συμπεριφορά του ἐνώπιον τοῦ Μποσταντσίμπασην (τοῦ ἀστυνομικοῦ διεθυντῆ), κατάφερε νὰ φυλακιστῇ· τὸν ἔσῳσε ἡ παρέμβαση τοῦ Ὑψηλάντη κ’ ἡ καταβολὴ δι’ ὅλου εὐκαταφρονήτων ἐγγυητικῶν ποσῶν, ὥστε, γι’ ἀκόμα μιά φορά, νὰ μή βρεθοῦν σὲ κίνδυνο τὰ συμφέροντα τῆς Ἑταιρίας. Ὁ ἀρχιμανδρίτης, ὡς «παίκτης» ἱκανός, γνώριζε ὅτι ὅσα περισσότερα μυστικὰ κατέχει κάποιος — ἀπὸ μιὰ στιγμὴ καὶ πέρα — τόσο περισσότερο σημαντικὸς καθίσταται, γιὰ ν’ ἀφεθῇ στὴν ὅποια μοῖρα του…  

Κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἔτους, ξεκίνησε γι’ Αϊβαλί, πῆρε ἀποκεῖ μολύβι καὶ μπαρούτη κ’ ἔφθασε μὲ πλοῖο στὴν Ὕδρα καὶ τὶς Σπέτσες. Ὕστερα πέρασε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου καὶ διέμεινε στὸ Ἄργος, ἔπειτ’ ἀπὸ προετοιμασίες τοῦ ἀδελφοῦ του Νικήτα, σὲ κατάλυμα τῆς Μητρόπολης· παρουσιάσθηκε ὡς δῆθεν ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου μ’ ἐπιστολές, ὑποτίθεται, τοῦ ἴδιου τοῦ Πατριάρχη. Ἀπὸ συζητήσεις μὲ τὸ Μητροπολίτη κι ἄλλους Φιλικούς, φοβήθηκε γιὰ κάποιαν ἐπιβουλή· ἔφυγε γιὰ τὸν Ἅγιο Γεώργιο Κορινθίας ντυμένος τούρκικα καὶ στὴ Μονὴ τοῦ Βράχου πληρο-φορήθηκε ἀπ’ τὸν ἡγούμενο Δανιὴλ Μπαμπούκη τὶς κινήσεις τῆς Ἑταιρίας στὴν Πελοπόννησο. Πηγαίνοντας στὴν Κόριθνο πρῶτα, μετέβη ἔπειτα στὴ Βοστίτσα, τὸ σημερινὸ Αἴγιο, ὅπου ἤδη πρόκριτοι καὶ προύχοντες εἶχαν μάθει γιὰ τὴν ἔλευσή του ἀπ’ τὸ πέρασμά στὸ Ἄργος.

Ἀφότου προετοιμάστηκαν κατάλληλα τὰ πράγματα, ὥστε νὰ μή φανερωθοῦν στὸν κατακτητή, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ πρόκριτοι τῆς Ἀχαΐας ξεκίνησαν νὰ ρωτᾶνε πιεστικὰ τὸν δῆθεν ἔξαρχο γιὰ τὰ κομβικὰ ζητήμα τοῦ ἐπικείμενου ἀγώνα: πότε καὶ ποῦ θὰ πέσῃ τὸ πρῶτο βόλι· ἂν ὑπάρχῃ ξένη δύναμη προστάτις· ἂν ἀντισταθῇ ξένη δύναμη· ἂν ἀποκαλυφθῇ κάτι, τί μέτρο θἄπρεπε νὰ ληφθῇ..- κι ἄλλα σχετικά (26-30/01/1821). Ὁ Παπαφλέσσας, ἱκανότατος στὸ λόγο, ὀξυνοέστατος κ’ ἑτοιμόλογος, ἀπέκρουε τὰ κύματα τῶν ἐρωτήσεων, μὰ δέν κατάφερνε νὰ γίνῃ καὶ τῷ ὄντι πιστευτός. Μὲ τὰ πολλά-πολλὰ πιάστηκαν μεταξύ τους καὶ τοὺς ἀπείλησε ὅλους πὼς θὰ πάῃ νὰ μισθώσῃ ἄντρες (Μανιᾶτες κ.λ.) μὲ χρήματα τῆς Σεβαστῆς Ἀρχῆς καὶ θὰ ξεκινήσῃ τὸν ἀγῶνα ὅπως ὁ ἴδιος κρίνει, προσθέτοντας πὼς ἀλίμονο σ’ ὅποιον βρεθῇ ξαρμάτωτος!.. Οἱ πρόκριτοι ἦταν ἀδύνατο νὰ πληροφορηθοῦν τί συνέβαινε παράλληλα πάνω στὴ Μολδοβλαχία μὲ τὸν Ὑψηλάντη. Ὁπότε, ἀπὸ φόβο, σκέφτηκαν νὰ στείλουν τὸν Παπαφλέσσα στὸ Μέγα Σπήλαιο, τάχα γιὰ νὰ συνεχιστῇ κεῖ ἡ συνέλευση, ἀλλὰ στ’ ἀλήθεια γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Τούρκους. Ὁ ἀρχιμανδρίτης κατάλαβε τὸ σχέδιο κ’ ἐπέμενε νὰ βροῦνε λύση καὶ ν’ ἀποφασίσουν ὅ,τι πρέπει, στὴ Βοστίτσα. Θέλησαν τότε νὰ στείλουν ἐπιστολὲς στὴν Πόλη, στὴ Μολδοβλαχία κι ἀλλοῦ καί, ἀφότου θἆχαν μάθει τὰ καθέκαστα, τότε ν’ ἀποφάσιζαν. Ὁ Παπαφλέσσας τόλμησε νὰ ξαναπειλήσῃ· τοῦ ἀπάντησε ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς βρίζοντάς τον: ἐξωλέστατο, δηλαδὴ διεφθαρμένο/χαμένο κορμί. Ὁ φόβος τῶν ὑπολοίπων δέν ἦταν ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν κοινωνική τους θέση μές στὸ μιλλέτι, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐθύνη ποὖχαν συλλήβδην πρὸς τοὺς Τούρκους γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες· κάποιο δικό τους παραστράτημα θὰ μεταφραζόταν ἄμεσα σὲ λουτρὸ αἵματος -ἄλλωστε, ἡ μνήμη τῶν Ὀρλοφικῶν στὴν Πελοπόννησο στὰ 1770 δέν εἶχε ἀκόμα ἀτονίσει. Ἔπειτα, ἡ σκέψη τῶν ἔμπειρων στὴ διοίκηση (ἰδίως τοῦ Σωτήρη Χαραλάμπη, τοῦ ἰσχυρότερου τότε) στρεφόταν καὶ στὸ ἐπέκεινα τῆς Ἐπανάστασης· γιατί, ἐφόσον νικοῦσαν οἱ Ἕλληνες, θ’ ἄρχιζε καὶ ζήτημα μεγάλο γιὰ τὴ νομὴ τῆς ἐξουσίας -ὅπως καὶ πράγματι — τραγικώτατα κι ἀδήριτα σὲ τέτοιες περιστάσεις — ξεκίνησε σχεδὸν ἀμέσως. Ὁ Παπαφλέσσας ἔπιασε νὰ τοὺς καταπραΰνῃ διαβεβαιώνοντας πώς, μετὰ τὴ σφαγὴ τῶν Τούρκων, ποιοί ἄλλοι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς θὰ διαφέντευαν… Ὁ Ἀνδρεὰς Λόντος πῆρε τὸ λόγο μιλῶντας συμβιβαστικά, ὥστε νὰ φτάσουν στὸν ὁρισμὸ τῆς 25ης Μαρτίου ὡς ἡμερομηνία γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγώνα.

Μετὰ τὴ συνέλευση, γύρναγε ὅλη τὴν Πελοπόννησο, γιὰ νὰ προετοιμάσῃ τὴν κατάσταση καὶ νὰ μυήσῃ ὅσους περισσότερους στὸ σκοπό. Πέρασε ἀπ’ τὰ Καλάβρυτα, τὰ Λαγκάδια τῆς Ἀρκαδίας στὴν ἐπαρχία τῆς Καρύταινας, ὅπου βρῆκε τοὺς Δεληγιανναίους, τοὺς ἄρχοντες ἐκεῖ, σὲ στάση ἀναμονῆς καὶ μή ξεχνῶντας τὰ πάθη τῆς γενιᾶς τους ἀπ’ τὸν κατακτητή. Μ’ ἐνδιάμεσους σταθμοὺς τὸ Ράδο, τὸ Ραπούνι καὶ τὴν πεδιάδα τῆς Καρύταινας, ἔφτασε στὴ γενέτειρά του, τὴν Πολιανή· ἐκεῖ ξεκίνησε ν’ ἀνεγείρῃ σχολή. Ἡ παιδεία τοῦ Γένους, τότε, ἦταν ὄργανο ἐλευθερωτικό· ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ τὸ παράδειγμά του ξεκαθαρίζουν πολλά γιὰ τὴ θέρμη καὶ τὸ σεβασμὸ ποὔδειχναν καὶ οἱ πλέον ἀγράμματοι ἀγωνιστὲς ἐκεῖνα τὰ χρόνια.

Στὰ κρυφὰ καὶ μ’ ἐπιστολές, ὁ Παπαφλέσσας συνέχιζε τὸ ἐθνεγερτικό του ἔργο· ἀπ’ τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο, τὸν ἱδρυτὴ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας, ζητοῦσε νἀρθῇ στὸ Μοριᾶ ὁ Ὑψηλάντης ἤ, σὲ περίπτωση ἀδυναμίας, νὰ σταλῇ κάποιος τέλοσπάντων ὑψηλὰ ἱστάμενος, γιατὶ τὰ λόγια δέ φτάνουνε -ἀκόμα κι ἂν ἴσχυε, ἔστω καὶ καθ’ ὑπερβολήν, ἡ ρήση τοῦ Φωτάκου:

Φαίνεται δὲ τότε, ὅτι εἶχε μεθύσει τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεὸς διὰ νὰ πιστεύουν τὰ  ψ ε ύ μ α τ α  ὡς ἀληθινά· καὶ ἐὰν συλλογισθῶμεν τώρα ἀνθρωπίνως, ἡ ἀρχὴ μὲ τὰ  ψ ε ύ μ α τ α  ἤρχισε, καὶ μὲ τὰ  ψ ε ύ μ α τ α ἐτελείωσε, καὶ εἰς τὰ  ψ ε ύ μ α τ α  ἀκόμη εἴμεθα…        

Τὰ λόγια αὐτά, θουκυδίδεια στὴν ὀρθοκρισία τους καὶ μακιαβελλικώτατα — μὲ τὴν πραγματική διάσταση τοῦ ὅρου, δηλαδὴ πραγματιστικὰ καὶ ξάστερα, κι ὄχι λασπολογίες ἄτολμων, ἡμιθανῶν ἠθικοδιδασκάλων κ’ ὑποκριτῶν –, στέκουν ὡς προμετωπίδα σὲ μιὰν ἱστορία τῆς ὅλης Ἐπανάστασης καὶ δείχνουνε ἐπιγραμματικὰ γιατί καὶ πῶς ὁ Παπαφλέσσας ἤτανε γνήσιο κι ἀναγκαῖο γέννημά της.

Ἂν ἰσχύῃ κιόλας ὅ,τι ἀναφέρει ὁ Φωτάκος, δηλαδὴ πὼς ἡ διευκόλυνση τῆς ἀπόδρασης τοῦ γιοῦ τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Γεωργίου, ἀπ’ τὴν Κωνσταντινούπολη (ἐκεῖ ὅμηρου κατὰ τὴ συνήθεια ὁ διοικητὴς τῆς Μάνης νὰ δίνῃ τὸ παιδί του ἐπιβεβαιώνοντας ἔμπρακτα τὴν ὑποταγή του)[5] ἦταν πρωτοβουλία τοῦ ἴδιου τοῦ Παπαφλέσσα, ὥστε νὰ ἐμπλέξῃ μὲ τὸ ζόρι τὸν Πετρόμπεη στὸν ἀγῶνα,.. ἂν ἰσχύῃ αὐτό, γίνεται κατανοητότατο τί τολμητίας ὑπῆρξε ὁ ἀρχιμανδρίτης, ὅπως κάθε ἱκανὸς κ’ ἐμπλεκόμενος στὰ κοινά, ἰδίως σὲ καιροὺς κρίσιμους. Μάλιστα, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀποσοβοῦσε καὶ τὸ ἐνδεχόμενο παράδοσης ἐκείνου καὶ τοῦ Κολοκοτρώνη στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς ἀπ’ τὸν Πετρόμπεη.

Στὰ μέσα τοῦ Μάρτη, ἀνέλαβε ὁ Παπαφλέσσας, μ’ ἱκανοὺς χειρισμούς, νὰ ἐκτελωνήσῃ στὸν Ἀλμυρὸ πολεμοφόδια ποὔστειλαν ὁμογενεῖς ἀπὸ Αϊβαλὶ καὶ Σμύρνη καὶ νὰ τὰ μοιράσῃ κατάλληλα στὶς ἐπαναστατικὲς δυνάμεις (ἰδίως στοὺς Μανιᾶτες). Ὅλα σχεδὸν τότε περνοῦσαν ἀπ’ τὰ χέρια του κ’ ἡ εὐφράδειά του ἔπειθε τόσο, ὥστε κι ὁ ἴδιος ἀκόμα νὰ πιστεύῃ τὴν ἀπάτην ὡς πρᾶγμα[6] Ὁ Βοεβόδας, ὅμως, τῆς Καλαμάτας Ἀρναούτογλου, ὑποψιαζόμενος πολλὰ μὲ τὴ μεταφορὰ τέτοιου φορτίου, φυλάκισε τοὺς πρόκριτους. Τότε, οἱ καπεταναῖοι στὴ Μονὴ Προφήτη Ἠλία, μὲ τὸν Παπαφλέσσα ἀνάμεσά τους, γιὰ ν’ ἀποφυλακιστοῦν οἱ πρόκριτοι, κατέστρωσαν τὸ ἑξῆς σχέδιο: Τοὺς ἔστειλαν μήνυμα καὶ τοὺς ζητοῦσαν νὰ παραδώσουν, μές σὲ 5 μέρες, 2.000 ταΐνια (μερίδες) ψωμί, 2.000 ζευγάρια τσαρούχια, 4.000 δεκάρια φουσέκια, 4.000 ἀτζαλόπετρες. Οἱ πρόκριτοι προώθησαν τὸ μήνυμα στὸ Βοεβόδα κ’ ἐκεῖνος, ἀπὸ φόβο, αἰτήθηκε ἐγγράφως βοήθεια ἀπ’ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, γιὰ νὰ καθαρίσῃ τὸ μέρος ἀπ’ τοὺς καπεταναίους. Ἔτσι, ἄνοιξε ὁ δρόμος στοὺς Μανιᾶτες, μὲ πρόσχημα τὴ βοήθεια πρὸς τὸ Βοεβόδα, νἄρθουν ὡπλισμένοι στὴν Καλαμάτα καὶ νὰ τὴν καταλάβουν τὴν 23η τοῦ Μαρτίου, γιὰ νὰ ξεκινήσῃ καὶ τυπικὰ ἡ Ἐπανάσταση.

Ὁ ἀρχιμανδρίτης συνέχισε τὸ ἐξεγερτικό του ἔργο ἐντονώτερα: Ὅταν ἀρνήθηκαν οἱ Κορίνθιοι νὰ τὸν βοηθήσουν κατὰ τοῦ Κεχαγιά-μπεη, σὰν κατέβαινε κείνου τὸ στράτευμα ἀπ’ τὰ Γιάννενα, ἔκαψε τὰ παλάτια τοῦ πάμπλουτου Κιαμήλ-μπεη, γιὰ νὰ ἐνοχοποίησῃ τοὺς Κορίνθιους στὰ μάτια τῶν Τούρκων (γιατὶ ἔτσι δέ θἄμεναν πιὰ οὐδέτεροι στὸν Ἀγῶνα), καὶ πέταξε ἔξω ἀπ’ τὸν πύργο τοῦ Σοφικοῦ ὅποιον δέν ἤθελε νὰ πάρῃ τὰ ὅπλα καὶ νὰ πολεμήσῃ. Ἄνθρωποι, μὲ τὸν τρόπο τοῦ Παπαφλέσσα, παρουσιάζονται πάντα σὲ περιόδους ἀνακατατάξεων καὶ λειτουργοῦν ὡς καταλύτες τῶν ἐξελίξεων· πολλές φορές, οἱ ἀκρότητές τους ἀποδεικνύονται, ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀπαραίτητες «δόσεις ὀξυγόνου» -αὐτές οἱ πράξεις πού, σὲ περίπτωση ἀποτυχίας, θὰ μνημονεύονταν πρῶτες «μὲ τὰ μελανώτερα χρώματα»…

Στὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου (12/1821), προτάσσοντας τὴν προσφορὰ καί προεπαναστατικὰ καί τώρα πάνω στὴ ροὴ τῶν πραγμάτων, βρέθηκε πληρεξούσιος ἀντιπρόσωπος καὶ διωρίστηκε γερουσιαστὴς τῆς Πελοποννήσου. Ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν ὁπλαρχηγῶν, ὁ Παπαφλέσσας πέρασε σ’ ἐκείνη τῶν πολιτικῶν καί, ὅπως φάνηκε πολιτικώτατος στὴν ἐξάσκηση τοῦ πολέμου, θ’ ἀποδεικνυόταν, ἔστω καὶ τὴν ὕστατη ὥρα, πολεμικώτατος στὴν ἐξάσκηση τῆς πολιτικῆς. Ὅταν, μάλιστα, παρουσιάσθηκε ἡ ἀπειλὴ τοῦ Δράμαλη, ἐκστράτευσε κ’ ἐκεῖνος ἐναντίον του, πλάι στὸν Κολοκοτρώνη, πετυχαίνοντες νίκες καὶ βοηθῶντας στὴν ὅλη ἐπιχείρηση τὸ καλοκαίρι τοῦ 1822. Ἀφότου παρῆλθε ὁ κίνδυνος, παρευρέθη στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους (1823) κ’ ἐξελέγη ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν.

Στὸν Ἐμφύλιο, τὸ 1824, ὁ Παπαφλέσσας πῆρε ἀρχικὰ τὸ μέρος τῶν στρατιωτικῶν, ἂν κι ἀποδείχτηκε ἐπαμφοτερίζων, παραμένοντας στὸ πολιτικό του ἀξίωμα. Ἀλλὰ ὅταν διαπίστωσε πιὰ τὴν ἀνάγκη ὁμόνοιας ἐνώπιον τοῦ Ἰμπραήμ (02/1825 ἀποβιβάζεται κεῖνος στὴν Πελοπόννησο κι ἀργότερα καταλαμβάνει Κορώνη, Νιόκαστρο καὶ τραβάει γιὰ τὴν Τριπολιτσά), πρότεινε γενικὴ ἀμνηστεία κι ἀπόλυση τῶν φυλακισμένων ὁπλαρχηγῶν -κάτι ποὺ δέν ἔγινε δεκτὸ ἀπ’ τὴν τότε κυβέρνηση τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου φοβούμενη αὐτὴ γιὰ τὴν ἐξουσία της. Ἐκ φύσεως, ἕνας σὰν τὸν ἀρχιμανδρίτη, δέ θὰ καθόταν ἤρεμος στὸ γραφεῖο τῶν δύο τότε ὑπουργείων (καὶ τῆς Ἀστυνομίας πιά). Ξανάρχισε νὰ μεταχειρίζεται τὰ προεπαναστατικὰ μέσα, καλῶντας σὲ γενικὴ συστράτευση κατά τοῦ Αἰγύπτιου εἰσβολέα μὲ τὸν ἴδιο ποδηγέτη στὴ μάχη. Ὅμως, «ὁ Θεὸς δέ μεθοῦσε πιὰ τοὺς ἀνθρώπους» -ἄλλη δυναμικὴ εἶχαν πάρει τὰ πράγματα καὶ τὸ τετράστιχο τοῦ Σολωμοῦ ἀπὸ τὸν Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (στροφὴ 144) ἀκουγόταν παντοῦ ὡς ὕπουλος ψιθυρισμός:

Ἡ Διχόνοια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκήπτρο ἡ δολερή
καθενός χαμογελάει,
«πάρ’ το», λέγοντας, «κ’ ἐσύ».

Τὰ πλήθη τῆς Μεσσηνίας καταπτοημένα ἦταν ἕτοιμα νὰ παραδώσουν γῆν καὶ ὕδωρ· μετὰ ἀπὸ δυὸ ἐμφύλιους καὶ μιὰν ὑπέρτερη δύναμη ἐνώπιόν των -ἕνα τακτικὸ στρατὸ ἄριστα καθοδηγούμενο, τὸ φρόνημα δέ βρίσκεται εὔκολα… Ἡ τελική, ὅμως, πράξη τοῦ Παπαφλέσσα, ἡ μᾶλλον ἀπονενοημένη του ὀχύρωση ἔξω ἀπ’ τὸ Μανιάκι τῆς Μεσσηνίας βορειοανατολικὰ τοῦ Νιόκαστρου (20/05/1825) κ’ ἡ μέχρι τελευταίας ρανίδος αἵματος ἀντίστασή του, ἔστειλαν μήνυμα στὸν εἰσβολέα: Δέ θὰ περάσῃς εὔκολα ἀποδῶ! Τὸ μήνυμα ὁ Ἰμπραὴμ τὄλαβε ἀνεξάρτητα κατὰ πόσον εἶν’ ἀληθινὴ ἡ ἐξιστόρηση γιὰ τὴ διαταγὴ εὕρεσης τοῦ κορμιοῦ καὶ τοῦ κεφαλιοῦ τοῦ Παπαφλέσσα, μετὰ τὴν ὁλοκληρωτική του νίκη, καὶ τὸ φιλὶ τοῦ Αἰγυπτίου κάτω ἀπ’ τὸ δέντρο στὸ μάγουλο τοῦ στηλωμένου πτώματος.[7]

Ὁ Γρηγόριος Δικαῖος ἢ Φλέσσας, μ’ ὅλες τὶς μεγάλες ἀντιφάσεις του, σ’ ἕνα στάθηκε πάντα ἀμετακίνητος: Δὲν ἐπέτρεψε ποτέ στὸν ἑαυτό του τὴν ὀλιγωρία· ποτέ δὲν κρύφτηκε «πίσω ἀπ’ τὸ δάχτυλό του» μπρὸς στὸ κάλεσμα τῶν καιρῶν· ἀκέραια ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῆς πράξης -ἴσως τῆς παράτολμης, βεβιασμένης ἐκρηκτικῆς κι ἀνεξέλεγκτης πράξης,.. μὰ πάντα ἄνθρωπος τῆς  π ρ ά ξ η ς:

Ἀπὸ τὸ ὑστερόγραφο τῆς ἐπιστολῆς
τοῦ Παπαφλέσσα (14/05/1825)
πρὸς τὸ Ἐκτελεστικὸ Σῶμα

Ἐγὼ βλέπετε ὅτι τρέχω ἀκούραστος καὶ μὲ κίνδυνον ζωῆς, διὰ νὰ π ρ ά ξ ω  ὅ,τι καλὸν καὶ ὠφέλιμον γνωρίζω διὰ τὴν πατρίδα· καί, τοῦ λοιποῦ, δὲν θέλω λείψει ἀπὸ τοῦ νὰ  π ρ ά τ τ ω  μὲ τὸν αὐτὸν ζῆλο τὰ πρέποντα.


[1] Βλ. Ἱστορία Δικαίων-Φλεσσαίων,σελ. 15-8· Γενεαλογία Παπαφλέσσα, σελ. 83-4.

[2] Βλ. Φωτάκο, σελ. 6.

[3] Ἔχει ἐνδιαφέρον ν’ ἀναζητηθῇ ἡ συγκεκριμένη ἐπιλογὴ γιὰ τὴν ὑπογραφή· ἔχοντας κατὰ νοῦ τὸν ἐν γένει βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ ἀνδρός, δέν θὰ ἦταν πλήρως ἀποκύημα τῆς φαντασίας ἡ σύνδεση τῆς ὑπογραφῆς μὲ τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια: ἐγώ εἶμαι ὁ ἁρμόδιος/ὑπεύθυνος νὰ φέρω τὴ λευτεριά, ἢ καὶ μιὰ συμβολικὴ ἀναφορὰ στοὺς ἀρχαίους τυραννοκτόνους τῶν Ἀθηνῶν…

[4] Γούδας, τόμ. Ε΄, σελ. 150.

[5] Βλ. καὶ Ὄψεις, σελ. 32.

[6] Φωτάκος, σελ. 35.

[7] Γιὰ μιὰ λεπτομερῆ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων κι ἀναπαραγωγὴ σχετικῶν πηγῶν, βλ. Ὄψεις, σελ. 63-120.

Στὶς κατηγορίες: Ἱστορία
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-