Deus caritatis

[Γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν.]

Γέρος ἄνδρας μὲ περιώνυμες φαβορῖτες
ἀδύναμος, σχεδὸν ἀναίσθητος, πά’ στὸ κρεββάτι.
Ὁ ἕνας νοσοκόμος στὸ δωμάτιο ρωτάει τὸν ἄλλο:
Θἄχῃ θάνατο καλό; Μὰ ξαφνικὰ στὸ βάθος
ἀκούγεται ὁ ἀσθενὴς βραχνά προτοῦ πεθάνῃ:
Τὸ ἀντίθετο. Τί,.. σὰν τί νὰ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ του;..

Οἱ πίκρες του, τὰ βάσανά του,
ἡ φτώχεια, τὰ βαριά ἀναφιλητά του;..
Ἤ, μήπως, οἱ ἔνδοξοί του φίλοι,
τὰ χρυσᾶ του τὰ μετάλλεια,
τὰ πολλά του τὰ βραβεῖα;..

Τὶς τελευταῖες στιγμὲς κατάφεραν
νὰ δοῦνε μπρὸς στὸ βλέμμα του
νὰ παρελαύνουν οἱ ἥρωές του ὅλοι.

Μαζί τους αὐτὸς γιὰ χρόνια
τάξιδεψε πάνω ἀπὸ ἔρημους,
βουνοκορφὲς καὶ θάλασσες·
ξέφυγε ἀπὸ δεσμὰ χαλύβδινα·
ἔβγαλε λόγους πύρινους·
θάφτηκε ἀπὸ μιὰ χιονοστιβάδα.

Σὰν ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοή,
ἔκανε νὰ ψελλίσῃ δύσκολα:
Est… est… est deus… ca..- ri..- tatis…

Στὶς κατηγορίες: Ἑρρῖκος Ἴψεν Ποιήματα

Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
31/10/2015· 2η ἐπεξεργασία: 03/10/2019
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-