Τὸ μοιρολόι

Οἱ μοιρολογίστρες ξεκίνησαν κ’ ἔπραξαν τὰ δέοντα: Νὰ μήν πάῃ ἄκλαφτος κι ἀτραγούδιστος ὁ νεκρός, νὰ μήν ἀκουστοῦν μονάχα οἱ λυγμοὶ κείνων ποὺ στ’ ἀλήθεια τὸν ἐκτιμοῦσαν. Τὸν κατεβάσανε, τοῦ ρίξανε χῶμα κ’ ἔφυγαν κάποιοι-λίγοι μὲ τὴν ἀνάσα δύσκολη καὶ τὸ κεφάλι ὄρθιο μὲ τὸ ζόρι… Ὕστερα, σὰ φτάσανε στὴν πλατεία πούχαν στρώσει, βαρὺ κι ἀσήκωτο, παναθεμά το, ἦταν τὸ πένθος! Ἡ δροσιὰ τοῦ πλάτανου πάγωνε τὸν ἥλιο τοῦ καλοκαιριοῦ. Μὰ τὸ τραπέζι πάνω του εἶχε ψωμί, φαΐ, νερό, καφέ, κονιάκ,.. ὥς καὶ κρασί (μερικοὶ ζητοῦσαν καὶ καρπούζι γιὰ τὴ ζέστη)! Ὅλα τὰ καλὰ εἶχε, γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ὁδοιπόρος δυνατός, σεβόταν-δέ σεβόταν τὸ νεκρό, ἀγάπαγε-δέν ἀγάπαγε τὰ παιδιά του, ζήλευε-δέ ζήλευε τὸ βιός του… Θὰ γύρναγε σπίτι νὰ συνεχίσῃ τὴν ἐργασία του τιμῶντας κι ἀβγατίζοντας τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς -ὄσο τοῦ 'πεφτε γιὰ μερτικό, παρὰ ποὺ οἱ μοιρολογίστρες θέλανε πένθος παρατεταμένο, γιὰ ν’ ἀβγατίσουν κεῖνες τὸ τραγούδι τοῦ θανάτου -νάχουν δουλειὰ νὰ κλαῖνε…

Στὶς κατηγορίες: Πεζά Στοχασμοί
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-