Τὸ πρῶτο τὸ βαρέλι

Ἀφιερωμένο στοὺς ἐθισμένους
καὶ γιὰ τὴν Τέχνη παθιασμένους!

Εἰς τὸν Διόνυσον παραπονιούνταν
μιὰ μέρα νέος ὀνόματι Εὐπότης:
Τώρα δυὸ χρόνια πέρασαν ποὺ πίνω
κ’ ἕναν ἐμετόν ἐκτόξευσα μονάχα –
τὸ μόνον ἄρτιόν μου ἔργον εἶναι.
Ἀλίμονον εἶναι βαθύ, τὸ βλέπω,
πολύ βαθύ, τῆς Πόσεως τὸ κελλάρι·
τὸ πρῶτο τὸ βαρέλι ποὺ ἔχω ἐμπρός μου
ποτέ δὲ θὰ τὸ καταφέρω ὁ δυστυχής.

Εἶπε ὁ Διόνυσος: Αὐτά τὰ λόγια
ἀνάρμοστα καὶ βλασφημίες εἶναι!
Κι ἂν στέκῃς στὸ πρῶτο τὸ βαρέλι, πρέπει
νὰ εἶσαι ὑπερήφανος κ’ εὐτυχισμένος!
Ὅ,τι κατάφερες νὰ πιῇς, δὲν εἶν’ καὶ λίγο…
Τόσο ποὺ σούρωσες μεγάλη δόξα!
Κι αὐτό ἀκομα, τὸ πρῶτο τὸ βαρέλι,
πολύ ἀπὸ τὸν κοινὸ τὸν κόσμο ἀπέχει…
Εἰς τὸ βαρέλι γιὰ νὰ βουτήξῃς τοῦτο,
πρέπει μὲ τὸ δικαίωμά σου νὰ εἶσαι
πότης ἐκ τῶν οἰνοπνευμάτων τὴν πόλιν.
Καὶ δύσκολο τὴν πόλιν ἐκείνην εἶναι
καὶ σπάνιο νὰ σὲ πολιτογραφήσουν.
Στὴν ἀγορά της, βρίσκεις σκνίπες
ποὺ κάπελας δὲ γελάει κανείς!
Αὐτὸ ποὺ ρούφηξες, λίγο δέν εἶναι·
τόσα τσαμπιὰ ποὺ πάτησες, μεγάλη δόξα!

Στὶς κατηγορίες: Ποιήματα

Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
27/07/2016· 2η ἐπεξεργασία: 25/08/2020
Μου αρέσει!     Κοινοποιήστε
-