ΧΟΡΟΣ:
Τὸ πρόσωπο ἦταν κάποτε
τοῦ λογισμοῦ ὁ καθρέφτης.
Κάθε κίνηση λεπτὴ τοῦ νοῦ –
τοῦ ἀνθρώπου, ἄσφαλτο σημάδι.
Ἡ αἴσθηση ὑπέγραφε τοῦ καθενός
τὴν ἀπαράλλαχτη ταυτότητα.
Τὸ ἀποτύπωμα του στὰ μάτια,
στ’ ἀφτιὰ καὶ στὰ ρουθούνια,
ὡμολογοῦσε — βροντοφώναζε! —
τὴ δικιά του, ὁλόδικιά του, ὕπαρξη.
Κ’ ἡ παρουσία πάντοτε τοῦ δίκαιου
ἔχει τρόπο μοναδικὸ καὶ ξέχωρον ἀπ’ ὅλα:
Μιλάει τὴν ἀλήθεια κι ἀποστρέφεται
ἡ ὀργή του ἀπὸ τὰ χείλια νὰ ξεφύγῃ.
Μὰ νά ποὺ βγαίνει κ ί β δ η λ ο ς!
Μὰ νά ποὺ ἀπειλεῖ καὶ σπέρνει
τῆς Βίας τὸ φοβερὸ τὸ σπόρο!
Ὁ πολυβασανισμένος
γίνεται κι αὐτός
τύραννος σωστός!
[Τρίτο στάσιμο ἀπ’ τὴν κωμικοτραγῳδία Ἀμφιτρύων.]